Διήμερη συζήτηση για τους ΓΤΟ

Δίκτυο Οικολογικών Οργανώσεων,

Καβάλα 17-18/11/2000

 

«ΓΕΝΕΤΙΚΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ».
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΟΥ ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ

 

Λεωνίδας Λουλούδης,

Επίκουρος Καθηγητής Γ.Π.Α

 

Οργανώνοντας το Jurassic Park

Ο Μάικλ Κράιτον δεν είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα. Όχι, πάντως, όσο ένα από τα έργα του, το "Πάρκο των δεινοσαύρων" ή αλλιώς το πασίγνωστο, σε μικρούς και μεγάλους, από την, κατά Στίβεν Σπίλμπεργκ, μεταφορά του στον κινηματογράφο: "Jurassic Park". Οι εκατοντάδες εκατομμυρίων θεατές του αν δεν διασκέδαζαν τόσο πολύ με την ευφάνταστη παρουσία των "προϊστορικών τεράτων"  θα είχαν, ίσως, την ευκαιρία να διαπιστώσουν ότι ο Κράιτον, απόφοιτος της ιατρικής σχολής του Χάρβαρντ, δεν είχε γράψει απλώς ένα διασκεδαστικό έργο για μεγάλα, έστω, παιδιά. Αντίθετα, πίσω από τις διασκεδαστικές περιπέτειες, διατύπωνε, ήδη από το 1990, μια ιδιαίτερα ανησυχητική προφητεία για το μέλλον των σύγχρονων κοινωνιών. Και δεν αναφέρομαι τόσο στην παραδειγματικά εκλαϊκευμένη θεωρία του χάους την οποία ενσωματώνει στην πλοκή του έργου: "Η θεωρία του χάους λέει δύο πράγματα. Πρώτο, ότι τα σύνθετα συστήματα, όπως ο καιρός, έχουν μια υποκείμενη τάξη. Δεύτερο, λέει το αντίστροφο-ότι τα απλά συστήματα μπορούν να παράγουν σύνθετη συμπεριφορά". Αναφέρομαι σε όσα η επινόηση του "Jurassic Park" μας υποχρεώνει να σκεφτούμε, και κυρίως ένα: γιατί η επανάσταση της βιοτεχνολογίας διαφέρει από τις παλιότερες επιστημονικές αλλαγές. Μας το εξηγεί στον πρόλογό του. Διαφέρει, λέει, για τρεις λόγους. "Πρώτο, είναι πλατιά δεδομένη...μόνο στην  Αμερική, η βιοτεχνολογική έρευνα εφαρμόζεται σε περισσότερα από δύο χιλιάδες εργαστήρια. Πεντακόσιοι οργανισμοί ξοδεύουν πέντε  εκατομμύρια δολλάρια το χρόνο σ' αυτή την τεχνολογία. Δεύτερο, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας αυτής γίνεται απερίσκεπτα και επιπόλαια. Προσπάθειες για να φτιαχτούν πιο ανοιχτόχρωμες πέστροφες, ώστε να διακρίνονται καλύτερα μέσα στα ποτάμια, τετράγωνα δένδρα για ευκολότερη υλοτομία κ.τ.λ., κ.τ.λ., Τρίτο, η εργασία είναι ανεξέλεγκτη. Κανένας δεν την επιβλέπει. Δεν υπάρχουν νόμοι να τη ρυθμίσουν. Δεν υπάρχει συνεπής κυβερνητική πολιτική στην Αμερική ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο....Αλλά το πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι ανάμεσα στους ίδιους τους επιστήμονες δεν υπάρχουν κέρβεροι.....υπάρχουν ελάχιστοι μοριακοί βιολόγοι και ακόμα λιγότερα ερευνητικά ινστιτούτα χωρίς εμπορικές σχέσεις. Ο παλιός καλός καιρός έχει περάσει. Η γενετική έρευνα συνεχίζεται με πολύ πιο αχαλίνωτο ρυθμό από πριν. Αλλά γίνεται κρυφά, βιαστικά και με σκοπό το κέρδος" (M. Crichton, Το Πάρκο των δεινοσαύρων, Bell, 1992).

Υπερβολές ενός τερατολόγου συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας; Ακούμε τόσα τρομολαγνικά και εσχατολογικά σενάρια για το "τέλος του κόσμου" ώστε δεν θα είχα μεγάλη αντίρρηση να δεχθώ ότι ο Κράιτον υπερβάλλει. Έρχονται, όμως, και άλλα εγκυρότερα ονόματα να προσυπογράψουν τις ανησυχίες του. Πρόσφατα, κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα, από τις πολύ προσεγμένες εκδόσεις "Σύναλμα", το βιβλίο (σχεδόν της ίδιας εποχής, 1991) ενός "μύθου" της σύγχρονης γενετικής πληθυσμών, της πληθυσμιακής βιολογίας και της Εξελικτικής, του Αμερικανού Richard Lewontin. Tίτλος του: "Η Βιολογία ως ιδεολογία: Το δόγμα του DNA". Αναφερόμενος στα ερευνητικά προγράμματα προσδιορισμού της αλληλουχίας του ανθρωπίνου γονιδιώματος, γράφει (σελ.83-84): "Η συμμετοχή και ο έλεγχος ενός ερευνητικού προγράμματος πολλών δισεκατομμυρίων δολλαρίων διαρκείας 30 ή  50 ετών που περιλαμβάνει την καθημερινή εργασία χιλιάδων τεχνικών και επιστημόνων σε χαμηλότερες θέσεις αποτελεί εξαιρετικά ελκυστική προοπτική για ένα φιλόδοξο βιολόγο. Έτσι θα δημιουργηθούν μεγαλειώδεις καριέρες. Θα δοθούν Βραβεία Νόμπελ. Θα προσφερθούν τιμητικές διακρίσεις. Σημαντικές αυθεντίες και τεράστιες εργαστηριακές υποδομές θα τεθούν στη διάθεση εκείνων που ελέγχουν αυτό το πρόγραμμα......Από τους μοριακούς βιολόγους που διδάσκουν σε πανεπιστήμια, πολλοί είναι επίσης βασικοί ερευνητές ή μέτοχοι σε βιοτεχνολογικές εταιρείες......Στο πρόγραμμα προσδιορισμού της αλληλουχίας του ανθρωπίνου γονιδιώματος βλέπουμε μια πτυχή της βιολογικής επιστήμης για την οποία κανείς δεν μιλά συχνά και είναι ίσως η πλέον μυθοποιημένη. Ενώ λέγεται ότι αποτελεί θεμελιώδη ανακάλυψη για τη φύση της ζωής, κρύβει συχνά απλές εμπορικές σχέσεις που προσφέρουν ισχυρότατη ώθηση στην καθοδήγηση και το αντικείμενο της έρευνας". Τα ίδια, πάνω-κάτω, μας επιβεβαιώνει, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο Francois Gross, ακαδημαϊκός, καθηγητής στο College de France και στο Ινστιτούτο Παστέρ, επιστημονικός σύμβουλος των πρωθυπουργών Μωρουά και Φαμπιούς, επί Προεδρίας Μιττεράν. Ο Gros, στο βιβλίο του "Ο Πολιτισμός του Γονιδίου", της επίσης ενδιαφέρουσας σειράς "Ορίζοντες της Επιστήμης" (Εκδόσεις Κάτοπτρο, 1995, σελ. 83-84), εκτιμά ότι η αμερικανική εμπειρία δείχνει το δρόμο "μιας νέας οργανωτικής δομής, που συνδέει τον πανεπιστημιακό χώρο με τον κόσμο των επιχειρήσεων: τις καινοτομικές (start-up) επιχειρήσεις. Μεταξύ του 1977 και του 1984 είδαμε πολύ συχνά μεγάλους ερευνητές, συνήθως πολύ γνωστούς στον κλάδο τους σε θεωρητικό επίπεδο, να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες-πράγμα σπάνιο μέχρι τότε-και να αποφασίζουν να δημιουργήσουν προσωπικές επιχειρήσεις ή τουλάχιστον να γίνουν κύριοι εμψυχωτές τους. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν οι περιπτώσεις του Walter Gilbert και του David Baltimore στις ΗΠΑ (και οι δύο ερευνητές έχουν βραβευθεί με Νόμπελ) αλλά και του φημισμένου μοριακού βιολόγου Charles Weismann, που εργάζεται στο Polytechnicum της Ζυρίχης".

 

Πρόταξα αυτά τα εκτενή αποσπάσματα όχι για να επικαλεστώ τη συνηγορία ορισμένων διασήμων ή έγκυρων προσωπικοτήτων σε απόψεις που θα αναπτύξω στη συνέχεια αλλά για να δείξω ότι με ασυνήθιστη ευθυβολία, μια δεκαετία πριν (όλα αυτά τα βιβλία εκδόθηκαν στην τετραετία 1989-1991), προβλέπουν αυτό του οποίου είμαστε εμείς μάρτυρες, στην αυγή της επόμενης δεκαετίας. Η βιολογία, η επιστήμη της ζωής ή έστω ένας κλάδος της, η λεγόμενη βιοτεχνολογία, σήμερα, όταν περισσότερο από ποτέ άλλοτε, διεισδύει επιτυχώς στα "ενδότερα" του μυστικού της ζωής, είναι συνταυτισμένος  με έξωθεν της επιστήμης επιβαλλόμενες ιεραρχήσεις: το χρήμα, το κεφάλαιο, την επένδυση, το κέρδος, την επιχειρηματικότητα, με μία λέξη, την "αγορά" ως αφετηρία και κατάληξη της επιστημονικής καινοτομίας. Με αυτό δεν υπονοώ ότι ένα άλλο οικονομικο-κοινωνικό σύστημα, για παράδειγμα ο σοσιαλισμός, θα απεξαρτητοποιούσε, αυτομάτως, την ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας από τις δικές του οικονομικο-κοινωνικές και, εν τέλει, ιδεολογικές αξίες. Στην πραγματικότητα, η εμπειρία έδειξε, με ακραίο παράδειγμα την περίφημη υπόθεση Λυσένκο, τόσο διδακτικά ιστορημένη από τον Ντομινίκ Λεκούρ στο ομώνυμο έργο του, το ακριβώς αντίθετο. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι αυτή η αλληλεξάρτηση "αγοράς" και βιοτεχνολογίας με σαφή κυριαρχία της πρώτης επί της δεύτερης , σε μια, κατά τον Francois Gros, "νέα οργανωτική δομή", ενέχει τη δική της δυναμική σημασία την οποία πρέπει να διαχωρίσουμε από την υπόλοιπη συζήτηση των επιπτώσεων της βιοτεχνολογίας στην οικονομία, την κοινωνία, το περιβάλλον, την υγεία των ανθρώπων. Γιατί πρέπει; Μα και απλώς για το γεγονός ότι η "οργανωτική δομή" προηγείται και οι λεγόμενες "επιπτώσεις" έπονται. Ή με άλλη διατύπωση, γιατί πολλές από τις "επιπτώσεις" παράγονται από τη συγκεκριμένη και όχι άλλη "οργανωτική δομή".

 

Όταν οι επιστήμονες κοιμούνται πολύ ήσυχοι

 

Συνεπώς με τη βιοτεχνολογία δεν ισχύει απλώς, αυτό που λέει ο Jacques Ellul, ότι, δηλαδή, κάθε τεχνική πρόοδος είναι πάντα διφορούμενη: "Ορισμένα αποτελέσματα είναι αναμενόμενα και ευπρόσδεκτα. Αλλά υπάρχουν πάντα δευτερεύοντα αποτελέσματα που δεν είχαν προβλεφθεί και που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφτούν εξ ορισμού στο αρχικό στάδιο της εκάστοτε τεχνικής προόδου. Αυτή η μη προβλεψιμότητα προκύπτει από το γεγονός ότι η προβλεψιμότητα θεωρεί δεδομένη μια πλήρη δυνατότητα πειραματισμού σε όλους τους τομείς. Αυτό όμως είναι αδιανόητο". Η βιοτεχνολογία, επιπροσθέτως, στη σημερινή της καινοτομική ανάπτυξη, την ίδια στιγμή που, όπως κάθε τεχνική πρόοδος παράγει, εν μέρει, απρόβλεπτα αποτελέσματα, υποτάσσεται πλήρως στον κυρίαρχο λόγο της εδραιωμένης μορφής σχέσεων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Το ερώτημα είναι, συνεπώς, όχι "ποιος κάνει κουμάντο" σε αυτή τη νέα "οργανωτική δομή" της βιοτεχνολογικής επανάστασης, η προαναφερθείσα σχέση υποταγής δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Το καίριο ερώτημα είναι, με δεδομένη αυτή την ασυμμετρία δύναμης, ποια είναι η επίπτωση της στη διαδικασία και την παραγωγή του βιοτεχνολογικού προϊόντος. Ένα παράδειγμα, ίσως, αποσαφηνίσει περισσότερο την κρισιμότητα αυτού του ερωτήματος. Σε ένα από τα πρώτα χρονικά του ιστορικού επιτεύγματος παραγωγής του πρώτου θηλαστικού-κλώνου προερχομένου από ενήλικα κύτταρα, της πασίγνωστης "Ντόλλυ" (Ιούλιος του 1995), η συγγραφέας Gina Kollata ("Clone. The road to Dolly and the path ahead. Penguin Books,1997"), παραθέτει αποσπάσματα συνομιλιών της με έναν από τους δημιουργούς της "Ντόλλυ", τον Σκωτζέζο εμβρυολόγο Ian Wilmut του Ινστιτούτου Roslin. Σε όλο το βιβλίο ο Wilmut δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι οι ηθικές πλευρές της επιστημονικής εργασίας του δεν τον αφορούν. Σε μια από τις πολλές αναφορές του στο ζήτημα λέει: "Δεν είμαι ανόητος. Ξέρω τι ενοχλεί τον κόσμο γύρω από αυτό. Καταλαβαίνω γιατί ξαφνικά ο κόσμος βρίσκεται έξω από την πόρτα μου. Αλλά αυτή είναι η δουλειά μου. Ήταν πάντοτε η δουλειά μου και δεν έχει τίποτε να κάνει με τον κλωνισμό ανθρωπίνων όντων. Δεν κρύβομαι πίσω από αυτό που κάνω, αν αυτό θέλετε να μάθετε. Κοιμάμαι πολύ ήσυχος" (σελ. 21). Είναι, όμως, αυτή όλη η αλήθεια του; Μερικές σελίδες πιο κάτω (192-193), όμως, η συγγραφέας συνομιλεί με τον Wilmut, όταν ο τελευταίος έχει έρθει στη Νέα Υόρκη (Ιούνιο του 1996), να συζητήσει με επενδυτές οι οποίοι ενδιαφέρονταν να διερευνήσουν τις δυνατότητες χρήσης του κλωνισμού για τη δημιουργία αγελάδων απρόσβλητων από τη νόσο των τρελλών αγελάδων . Ο "Wilmut", γράφει η Collata, "μου είπε ότι έχει καταστρώσει ένα σχέδιο για να αποφύγει τον καταιγισμό των ερωτήσεων που δέχεται για τα ηθικά ζητήματα του κλωνισμού ενηλίκων και, ειδικότερα, ενηλίκων ανθρώπων. Προσπαθούσε να επιτύχει αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε "marketing", με το οποίο εννοούσε την προσεκτική επιλογή των λόγων του ώστε να αποφύγει να εισέλθει σε ηθικολογικές συζητήσεις περί κλωνισμού ανθρώπων. Ο φόβος του ήταν ότι επειδή ο ίδιος αυτο-προσδιορίζεται ως μη Χριστιανός, τα επιχειρήματα του θα εβάλοντο για αυτό που ο ίδιος ήταν, τις πεποιθήσεις του, ή "την έλλειψη αυτών" μου είπε. Ήθελε να χαράξει μια λεπτή γραμμή έτσι ώστε να μην ενθαρρύνει τον κλωνισμό ανθρώπων αλλά, συγχρόνως, να μην ενθαρρύνει μια πολύ ευρεία απαγόρευση του κλωνισμού η οποία, ενδεχομένως, θα σταματούσε σημαντική επιστημονική έρευνα. Έτσι, συνέχισε, «είπε στον εαυτό του να μην παρασυρθεί σε συζητήσεις επί του τι μπορεί να σημαίνει ο κλωνισμός". Στην προσπάθεια του να γλιτώσει από αυτές τις "πιέσεις" ο Wilmut εξομολογείται ότι την καλύτερη βοήθεια πήρε από ένα ειδικό των δημοσίων σχέσεων, οποίος του είπε: "Πες ότι έχεις βγει να περπατήσεις μια γκρίζα, μίζερη μέρα, ανεβαίνεις ένα λόφο, είσαι κουρασμένος και σκέφτεσαι, "Γιατί να πάρει ο διάβολος το κάνω αυτό;" Μετά γυρνάς πίσω σπίτι, κάνεις ένας ντους και λες, "Είναι πράγματι υπέροχο". Αυτό είναι". Και ο Wilmut τελειώνει για την εξομολόγηση του ως εξής: "Ο Θεός να με βοηθήσει, είναι σκληρό. Αλλά, από την άλλη πλευρά, τι φανταστική ευκαιρία μου δίνεται". Νομίζω, ότι το περιστατικό είναι εξαιρετικά υποστηρικτικό όσων θέλω να επιστήσω εδώ την προσοχή. Ποια είναι αυτά; Ας πάρουμε τα σημεία του μονολόγου αυτού του μεγάλου επιστήμονα με τη λογική σειρά εκφοράς τους.  Κατ' αρχήν αποστασιοποιείται από τη συνολική σημασία αυτού που κάνει. Γι' αυτόν είναι "η δουλειά του" που δεν έχει να κάνει τίποτε με τον "κλωνισμό ανθρώπων". Έτσι, λέει, "κοιμάμαι ήσυχος", αδιαφορώντας γι' αυτούς που βρίσκονται "έξω από την πόρτα του". Στη συνέχεια, μόλις ένα χρόνο από την επιστημονική του επιτυχία, βρίσκεται στην Αμερική μιλώντας με "επενδυτές", προκειμένου να λύσει συγκεκριμένο τεχνολογικό πρόβλημα μεγάλης πολιτικής σημασίας (τη νόσο των "τρελών αγελάδων") δια κλωνισμού. Ομολογεί ότι δέχεται "πιέσεις" για τη γενικότερη σημασία "της δουλειάς του". Έτσι, οργανώνει marketing προκειμένου να διαπραγματευθεί τη "δουλειά του" με οικονομικούς παράγοντες και χαράσσει στρατηγική "λεπτής γραμμής" μεταξύ κλωνισμού αγελάδων και ανθρώπων χωρίς να παρασύρεται σε γενικές συζητήσεις περί κλωνισμού. Τέλος, πείθεται από ειδικό της επικοινωνίας να χαίρεται τη ζωής του ως έχει και, αν και άθεος, επικαλείται τον...θεό για τα περαιτέρω. Ο Bruno Latour του "Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι" (Σύναλμα 1991) θα πρέπει να αισθάνεται πλήρως δικαιωμένος με την "λογική" Wilmut. Αυτός δεν έδειξε ότι ο διαχωρισμός της κοινωνίας από τη φύση, του ανθρώπου από το πράγμα, της επιστήμης από την κουλτούρα ουδέποτε υπήρξε παρά τις περί του αντιθέτου πίστεως των μοντέρνων; Marketing, επενδυτές, πιέσεις, δημόσιες σχέσεις, λεπτές γραμμές μεταξύ κοινωνικής ανοχής και απαγόρευσης, χρηματοδότηση αντιμετώπισης πολιτικών κρίσεων (επιδημία ΝΤΑ) δια της επιστήμης και της τεχνολογίας. Όλα αυτά τι σχέση έχουν με ό,τι ο Wilmut αποκαλεί "η δουλειά μου" και εννοεί "η επιστήμη μου"; Καμία και μεγάλη είναι η απάντηση. Καμία, όταν τον σκεφτόμαστε να δουλεύει επί 23 χρόνια από τις 9π.μ. μέχρι τις 6 μμ., ως ακόμη ένας επιστήμονας σε ένα γνωστό ερευνητικό ίδρυμα κάπου στην Σκοτσέζικη ύπαιθρο. Μέχρι τις 5 η ώρα το απόγευμα της 5ης Ιουλίου 1996 (όταν γεννήθηκε η Ντόλλυ). Μεγάλη, όταν, αυτό που ονομάζει "δουλειά μου", αφορά, έκτοτε, την παγκόσμια οικονομία και κοινωνία, την κουλτούρα ολόκληρης της ανθρωπότητας, είναι, ενδεχομένως, με μια έννοια, η αφετηρία μιας νέας κουλτούρας της ανθρωπότητας. Όσα μένουν για τον ίδιο είναι η χαρά της δημιουργίας και η δίστομη μάχαιρα της επιτυχίας, στοιχεία της προσωπικής του ιστορίας που δεν μας ενδιαφέρει. Αυτό που σίγουρα δεν αφορά αυτόν αλλά όλους μας είναι ό,τι μέχρι τότε αποκαλούσε "η δουλειά μου". Και αυτό είναι η αδιαιρέτως ενοποιημένη βιοηθική, ιδεολογική, επιστημονική, τεχνολογική, οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική σημασία του κλωνισμού σε ένα κόσμο που κυριαρχείται από το αναγωγικό λεξιλόγιο της "αγοράς": επενδύσεις, κέρδος, marketing, κόστος-όφελος κ.τ.λ.

 

Μια ενοχλητική συζήτηση

 

Συνιστά αυτό ένα κοινωνικό ζήτημα καθολικής σημασίας από μόνο του άξιο διερεύνησης ή όχι;  Και αν ναι, τότε γιατί αυτή η συζήτηση δεν γίνεται αλλά αντίθετα η συζήτηση εστιάζεται μονότονα και, εν πολλοίς αδιέξοδα, στις  "φιλοσοφικές", με τον μανδύα της "βιοηθικής" ή στις "τεχνικές", με τον μανδύα των "επιπτώσεων" στην υγεία, το περιβάλλον, την οικονομία όψεις. Όψεις άκρως ενδιαφέρουσες αλλά, εντέλει, μερικευμένες και συχνά περιοριστικές του συνολικού προβλήματος. Ένα τέτοιο παράδειγμα μερικευτικής θεώρησης έχει γίνει με επιτυχία από τον R. Straughan, στο άρθρο του "Ethics, morality and crop biotechnology. Intrinsic and extrinsic concerns about consequences" ( στο περιοδικό Outlook on Agriculture, Vol. 24, No. 3+4, 1996). Την θεωρώ επιτυχή γιατί αντιμετωπίζει ένα πραγματικό πρόβλημα. Την ηθελημένη ή αθέλητη σύγχυση "βιοηθικών" και "οικονομικο-τεχνικών" ή "περιβαλλοντικών" ανησυχιών στη συζήτηση περί Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (εφεξής ΓΤΟ). Ο Straughan στη μελέτη του, την οποία ειρήσθω εν παρόδω έχει χρηματοδοτήσει η πολυεθνική ICI seeds, διακρίνει τις επιφυλάξεις εναντίον της βιοτεχνολογίας φυτών σε "εσωτερικές" (intrinsic) και "εξωτερικές" (extrinsic). Στην "εσωτερική" θεώρηση η βιοτεχνολογία είναι αυτή καθ' εαυτή απορριπτέα, στην "εξωτερική" είναι απορριπτέα λόγω των συνεπειών της. Έτσι, κατά τον Straughan,  η κριτική της βιοτεχνολογίας ως πράξης θεολογικά βλάσφημης, παραβιάζουσας τη φύση, αναγωγιστικής και αντι-ολιστικής δεν μπορεί να συγχέεται και, πάντως, καθιστά περιττή τη συζήτηση για τις συνέπειες της στην ευγονική, τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, το περιβάλλον και την αγροτική οικονομία.  Πράγματι, δεν παράγει νόημα, για να πάρουμε ένα ενδεικτικό παράδειγμα, η συζήτηση μεταξύ ενός βαθιά θρησκευόμενου ή ενός ακτιβιστή της βαθιάς οικολογίας με έναν αγνωστικιστή υπέρμαχο της μηχανιστικής περί φύσεως αντίληψης, περί των συνεπειών των ΓΤΟ στο περιβάλλον. Πρόκειται για διάλογο κουφών. Η πρόταση Straughan δείχνει μεν την έξοδο από το πρόβλημα αλλά αφήνοντας το πίσω άλυτο. Είναι η μερίκευση την οποία προτείνει ουδέτερη; Ή πρόκειται για μεθοδευμένη διολίσθηση της αδιαίρετης πολιτικής σημασίας μιας επιστημονικής/τεχνολογικής καινοτομίας σε μη πολιτικές (ακόμα και όταν μιλούν για οικονομικο-κοινωνικές επιπτώσεις), διαχειριστικές, θα έλεγα, περιοχές συζητήσεων και διαπραγματεύσεων ώστε να καταστεί αναπόδραστη η υιοθέτηση των εφαρμογών της από την κοινωνία; Το ερώτημα δεν είναι θεωρητικό. Αν δεχθούμε ότι υπάρχει αυτή η "οργανωτική αρχή" οικονομικών και επιστημονικών συμφερόντων, για την οποία μίλησα παραπάνω είναι προφανές ότι τα σχέδια της έχουν εκκολαφθεί στο συνεκτικό πεδίο της άρνησης κάθε "εσωτερικής" ανησυχίας. Δηλαδή σε μεγάλη και αγεφύρωτη απόσταση, όπως αποδεικνύεται τουλάχιστον στην Ευρωπαϊκή περίπτωση, από την ευρύτερη κοινωνία των πολιτών/καταναλωτών. Φαίνεται, μάλιστα, ότι τόσο πολύ αποστασιοποιείται η τελευταία από την "οργανωτική αρχή" ώστε να απαιτούνται εκτός των θεσμικών εγγυήσεων και ελέγχων, πολύπλοκα και πανάκριβα στρατηγήματα δημοσίων σχέσεων και, κάποτε, όχι σπάνια, η χρήση βίας ώστε να γεφυρωθεί η επικοινωνία της "οργανωτικής αρχής" με την κοινωνία των πολιτών/καταναλωτών και να καμφθούν οι αντιστάσεις της. Συνιστά αυτός ο εκ των άνω πειθαναγκασμός της κοινής γνώμης, αν όχι μια διαστρέβλωση, πάντως μία "μετάλλαξη" της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ή όχι; Αυτό το δυσάρεστο ερώτημα νομίζω ότι συστηματικά αποφεύγεται στη συζήτηση περί ΓΤΟ δια της μερικεύσεως ή "μεταφράσεως" του σε πρόβλημα είτε "βιοηθικό-νομικό" είτε "οικονομικο-τεχνικό". Ίσως διότι η απάντηση του απαιτεί την κατάδυση σε ορισμένες όχι και τόσο διαφανείς ή άοσμες όψεις της πολιτικής δημοκρατίας των κοινωνιών της ύστερης νεωτερικότητας.

 

«Τα γονίδια εισβάλλουν στο χωράφι»: μια διδακτική ιστορία

 

Η Ευρώπη αντιμετώπισε θεσμικά την εισβολή των ΓΤΟ αρκετά ενωρίς. Έτσι, τουλάχιστον, φάνηκε να πιστεύει. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι η πρώτη αυτή θεσμική αντιμετώπιση ήταν, επιεικώς κρινόμενη, σε σχέση με την πολυπλοκότητα και την επικινδυνότητα του θέματος, "πρωτόγονη". Λειτούργησε, όμως, ανασταλτικά έναντι της εξίσου "πρωτόγονης" επιθετικότητας των βιοτεχνολογικών εταιρειών να επιβάλλουν τα προιόντα τους στην αγορά. Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα με τη σειρά τους. Οι πρώτες Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρύθμισης του καθεστώτος απελευθέρωσης ΓΤΟ σε εργαστηριακό χώρο (Οδ. 219/1990) και σε εμπορεύσιμες καλλιέργειες (Οδ. 220/1990) επέτρεψαν να εγκριθούν μέχρι 1.12.1997 περί τα 11 βιοτεχνολογικά προϊόντα. Θα χρειαστούν επτά ολόκληρα χρόνια μέχρι ότου η Οδηγία 220 τροποποιηθεί έτσι ώστε να υποχρεώνει την επισήμανση με ετικέτα όλων των ΓΤΟ που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Στην Ελλάδα η εταιρεία Zeneca Hellas αναγκάζεται, τότε, υπό την πίεση της τοπικής κοινωνίας να διακόψει την πρώτη πειραματική καλλιέργεια στην πεδινή Ηλεία. Δύο χρόνια αργότερα, στη χώρα μας είχαν πραγματοποιηθεί πέντε πειραματικές καλλιέργειες, ενώ είχαν απορριφθεί πάνω από 30 αιτήσεις για πειραματικές καλλιέργειες ξένων πολυεθνικών αλλά και ελληνικών εταιρειών. Ο τότε υφυπουργός ΠΕΧΩΔΕ, αρμόδιος για το θέμα περιέγραφε τις δυσκολίες: "Η χώρα μας ακολουθεί την πλέον επιφυλακτική στάση σε σχέση τις υπόλοιπες χώρες.......αυτή η αντίσταση δεν είναι αποτελεσματική...ακόμη και αν η Ελλάδα (η Αυστρία, το Λουξεμβούργο..) αντισταθούν, το γενετικά τροποποιημένο προϊόν μπορεί να περάσει κάλλιστα στην Ε.Ε μέσω μιας άλλης χώρας. Αυτή τη στιγμή η Ευρώπη διχάζεται ανάμεσα σε τέσσερις κατευθύνσεις: την ανάγκη της να προστατεύσει τους καταναλωτές, την οικονομική επιταγή να κάνει τη βιομηχανία της ανταγωνιστική, τη διάθεση της να σεβαστεί τις θέσεις των εθνικών κυβερνήσεων και την επιθυμία της να διατηρήσει καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ (η πρακτική της Ε.Ε να δίνει με μεγάλη δυσκολία μεμονωμένες άδειες για κάθε προϊόν ξεχωριστά έχει εκνευρίσει πολύ την υπερδύναμη)" (εφ. Η Καθημερινή 24.1.1999). Από αυτή την άποψη, η έστω και καθυστερημένη ή και ατελής (δεν περιλαμβάνει τις ζωοτροφές) επισήμανση με ετικέτα των ΓΤΟ, μπορεί να θεωρηθεί μια προσωρινή νίκη της Ευρώπης, όπως άλλωστε και η έγκριση του Κανονισμού 258/1997 (αναφέρεται σε τρόφιμα προερχόμενα από ΓΤΟ. Τα εν λόγω τρόφιμα αποκαλούνται "νεοφανή"). Αλλά σε μια άλλη συνέντευξη, με τίτλο: "Δεν μπορούμε να κλείσουμε τις πόρτες στα μεταλλαγμένα", ο υφυπουργός υποδεικνύει τον λόγο της θεσμικής καθυστέρησης: ¨Η τεχνολογία δεν είναι κτήμα κρατών, ούτε καν ανωτάτων ιδρυμάτων, όπως συνέβαινε, για παράδειγμα, με την πυρηνική ενέργεια. Είναι θέμα που διαχειρίζονται πέντε ή έξι πολυεθνικές εταιρείες. Αυτό δείχνει ότι ο έλεγχος που θα μπορούσε να ασκηθεί είναι μειωμένος. Οι δυνατότητες των δημοσίων φορέων να κάνουν έλεγχο, ακόμα και σε οργανωμένα κράτη είναι ελάχιστες. Οι εταιρείες αυτές δαπανούν κάθε χρόνο δισεκατομμύρια δολλάρια για νέες έρευνες και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός. Είναι ένα κεφάλαιο που δεν μπορεί να το αγνοεί κανείς" (εφ. Η Ελευθεροτυπία 15.3.1999). Λίγο αργότερα, ο υφυπουργός δηλώνει στον τύπο ότι ζήτησε από τους συναρμόδιους υπουργούς να συμφωνηθεί ένα μορατόριουμ δύο ετών (το οποίο να επεκταθεί και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες), έτσι ώστε στο μεταξύ "να ολοκληρωθούν οι αναγκαίες τροποποιήσεις στη σχετική νομοθεσία (Οδ. 90/220) αλλά και να οργανωθούν και να βελτιωθούν οι ελληνικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί-τα δύο αρμόδια όργανα, η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή και το Γενικό Χημείο του Κράτους, δεν διαθέτουν ακόμη τις κατάλληλες ελεγκτικές μεθόδους. Η μέθοδος που χρησιμοποιούν είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και χρονοβόρα (σχεδόν ανεφάρμοστη)" (εφ. Η Καθημερινή 1.4.1999).

 

Βρισκόμαστε στο 2000. Έχει περάσει ένας χρόνος από την τελευταία δήλωση του υφυπουργού ΠΕΧΩΔΕ, όταν οι κυβερνήσεις τεσσάρων κρατών μελών, της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Σουηδίας παραδέχονται επισήμως ότι ΓΤ σπόροι ελαιοκράμβης εισήχθησαν, "κατά λάθος" από τον Καναδά και καλλιεργήθηκαν, σε χιλιάδες στρέμματα, στις χώρες τους. Οι γαλλικές και αμερικανικές εταιρείες που προμηθεύουν τη Μ. Βρετανία με σπόρους αραβοσίτου δηλώνουν ότι δεν μπορούν να εγγυηθούν ότι οι σπόροι είναι καθαροί και δεν έχουν υποστεί μετάλλαξη σε μικρό ποσοστό. Σε άρθρο του έγκυρου περιοδικού New Scientist αναφέρεται ότι "σπόροι που έχουν υποστεί "μόνο μικρή μετάλλαξη ύψους 1%" πωλούνται και καλλιεργούνται σε ολόκληρη την Ευρώπη". Η εταιρεία Hi Bred, πρωτοπόρος στη σποροπαραγωγή "κανονικών αλλά και μεταλλαγμένων σπόρων" παραδέχεται ότι "μια μικρή ανάμιξη των δύο τύπων σπόρων είναι αναπόφευκτη". Εδώ να υπενθυμίσω ότι στις συζητήσεις για την επιβολή ετικέτας επισήμανσης οι Αμερικανοί είχαν δηλώσει ότι είναι εντελώς αντίθετοι με τον διαχωρισμό-από το χωράφι-των παραγωγικών γραμμών σε συμβατικές και μεταλλαγμένες καλλιέργειες. Φαίνεται ότι είχε έρθει η στιγμή και να επιβάλλουν την άποψη τους de facto στην Ευρώπη. Από τον Μάρτιο το ελληνικό γραφείο της Greenpeace έχει καταγγείλει ότι και στην Ελλάδα, στην Λάρισα, έχουν "ακούσια" καλλιεργηθεί μεταλλαγμένοι σπόροι βαμβακιού (εφ. Η Ελευθεροτυπία 26.5.2000). Έχουν μεσολαβήσει οι εκλογές της 9ης Απριλίου και στο ΥΠΕΧΩΔΕ έχει εγκατασταθεί νέος υφυπουργός οποίος, μάλιστα, έχει διακριθεί ως ηγετικό στέλεχος του ελληνικού οικολογικού κινήματος. Οι ελληνικές αρχές, ιδιαίτερα το Υπουργείο Γεωργίας, με μεγάλη καθυστέρηση και συνεχείς παλινωδίες παραδέχονται την ύπαρξη του προβλήματος. Όπως δηλώνει ο νέος υφυπουργός ΠΕΧΩΔΕ "Οι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες βαμβακιού θα καταστραφούν και θα υπάρξει πλήρης αποζημίωση των αγροτών, μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία εντοπισμού των περιοχών που έχουν σπαρεί με ύποπτες σπορομερίδες". Η "Ελλάδα", συμπληρώνει, "θα είχε συμφέρον να καθυστερήσει ή να απαγορεύσει την καλλιέργεια ΓΤΟ και να προωθήσει τις εγχώριες μορφές γεωργίας". Συνάμα προτείνει "ζώνες απαλλαγμένες από καλλιέργειες ΓΤΟ...στην Ελλάδα μια τέτοια ζώνη θα μπορούσε να είναι η Κρήτη" (εφ. Η Καθημερινή 13.7.2000). Μετά από ένα μήνα ο υφυπουργός ΠΕΧΩΔΕ δίνει περισσότερες εξηγήσεις. Οι εταιρείες, τονίζει, "έπαιξαν άσχημο παιχνίδι. Πρώτον διότι δεν έκαναν τους ελέγχους ως όφειλαν, όταν εισήγαγαν τους σπόρους, δεύτερον διότι δεν συνόδευσαν τα προϊόντα τους με τα αντίστοιχα πιστοποιητικά. Τρίτον και κυριότερο, διότι με τις δικαστικές προσφυγές καθυστέρησαν τον έλεγχο για δύο μήνες. Η ευθύνη τους είναι πολύ μεγάλη. Υπάρχει δόλος". Όταν ερωτάται για τη θέση της κυβέρνησης υποστηρίζει ότι είναι επιφυλακτική αλλά προσθέτει: "Υπάρχουν όμως μέλη της κυβέρνησης και παράγοντες του πολιτικού και επιχειρηματικού βίου που είναι υπέρ της εισαγωγής της γενετικής μηχανικής" και προτείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση τη δημιουργία γεωργικών ζωνών ελεύθερων από ΓΤΟ, υποδεικνύοντας ως τόπο εφαρμογής την Κρήτη "η οποία δεν έχει βιομηχανικά φυτά σε μεγάλη έκταση", έτσι θα "δημιουργηθεί μια ιδιαίτερη αγορά για τους καταναλωτές εκείνους που θα ήθελαν να διασφαλίζουν τι τρώνε" (εφ. Τα Νέα 19-20 Αυγούστου 2000). Είναι προφανές από την παραπάνω δήλωση ότι η πρόταση του αρμόδιου υφυπουργού αφενός αποδέχεται, για πρώτη φορά ρητά, ότι ΓΤΟ θα εισέλθουν στην εμπορευματική γεωργική παραγωγή της Ελλάδας και αφετέρου ότι αυτό θα γίνει με τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης αγοράς (πρόταση ελευθέρων ζωνών) "για τους καταναλωτές εκείνους που θα ήθελαν να διασφαλίσουν τι τρώνε". Νομίζω ότι δεν αυθαιρετεί κανείς αν, ερμηνεύοντας την κυβερνητική θέση, οδηγηθεί σε ορισμένα συμπεράσματα. Επειδή είναι μάλλον αυτονόητο πως δεν υπάρχουν καταναλωτές οι οποίοι δεν θα ήθελαν να διασφαλίσουν τι τρώνε, η κυβέρνηση δέχεται ότι, πρώτον, σε κάποιους καταναλωτές η ίδια δεν θα μπορεί να διασφαλίζει τι θα τρώνε, δεύτερον, ότι σε κάποιους θα διασφαλίζει τι θα τρώνε και τρίτον, μιλώντας για μια "ιδιαίτερη αγορά" δεν διευκρινίζει αν αυτή θα είναι ακριβότερη ή φθηνότερη από την "κοινή αγορά" και συνεπώς αν οι περισσότεροι ή οι λιγότεροι καταναλωτές θα ξέρουν ή δεν θα ξέρουν τι τρώνε. Παράδοξες θέσεις για μια σοσιαλιστική ή απλώς υπεύθυνη κυβέρνηση, αν δεν αποτελούν εκδήλωση της αμηχανίας της ενώπιον γεγονότων τα οποία ελάχιστα κατανοεί και ακόμη λιγότερο ελέγχει πολιτικά. Αλλά είναι ώρα να συνοψίσουμε τα πεπραγμένα μιας δεκαετίας προστασίας του καταναλωτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την "εισβολή των γονιδίων στο χωράφι", κατά την επιτυχή έκφραση συναδέλφου μου (Ν. Μπεόπουλος, "Τα γονίδια εισβάλλουν στα χωράφια", υπό δημοσίευση στο περ. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών Ε.Κ.Κ.Ε).

 

Δέκα χρόνια μετά τις πρώτες θεσμικές ρυθμίσεις για την προστασία του καταναλωτή, από την εισαγωγή των ΓΤΟ στην εμπορευματική παραγωγή, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να θεσμοθετεί αμυνόμενη στις επιθετικές πρωτοβουλίες της "εκνευρισμένης υπερδύναμης". Οι πρώτες Οδηγίες του 1990, πρόχειρες, ανεπαρκείς, ελλιπείς, δεν αποτελούσαν παρά το προσωρινό φρένο στην εισβολή των ΓΤΟ στην Ευρώπη. Θα πρέπει, πάντως, να μην περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι οι δύο Οδηγίες 219/90 και 220/90 θέσπισαν για πρώτη φορά σε υπερεθνικό επίπεδο την πρωτοποριακή "αρχή της προφύλαξης". Η αρχή της προφύλαξης (the precautionary principle) σύμφωνα με ένα grosso modo ορισμό, τον οποίο δίνει ο ειδικός νομικός Γιώργος Μπάλιας ("Το πρωτόκολλο της Καρθαγένης για την πρόληψη των βιοτεχνολογικών κινδύνων. Αλλαγή παραδείγματος στο διεθνές δίκαιο του περιβάλλοντος", αδημοσίευτη εργασία), σημαίνει ότι, όταν υπάρχει απειλή σοβαρής ή μη αναστρέψιμης βλάβης του περιβάλλοντος ή της υγείας του ανθρώπου, η επιστημονική αβεβαιότητα δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για την αναβολή λήψης μέτρων πρόληψης της βλάβης. Δηλαδή, για πρώτη φορά η επιστημονική αβεβαιότητα δεν αδρανοποιεί αλλά δημιουργεί υποχρέωση για λήψη προληπτικών μέτρων (σημείο σημαντικό στο οποίο θα επανέλθουμε). Όπως αναφέρει ο Μπάλιας, η εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης στις προαναφερθείσες Οδηγίες της Ένωσης, φιλοσοφικός απόηχος της "αρχής της ευθύνης" του Χανς Γιόνας ("να τείνουμε εύηκοον ούς προς το χειρότερο"), δεν έγινε αποδεκτή στο διεθνές εμπόριο όπου συνέχιζε να υπάρχει για πολύ μεγάλο διάστημα έλλειψη συγκεκριμένου κανονιστικού πλαισίου, κυρίως λόγω σθεναρής αντίθεσης των ΗΠΑ και της πανίσχυρης επιρροής του στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Τελικώς, μετά την αποτυχία της συνάντησης της Καρθαγένης (1999) για την υπογραφή Πρωτοκόλλου Βιοασφάλειας, στο πλαίσιο της Σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα, η συμφωνία επετεύχθη, ένα χρόνο αργότερα,  στο Μόντρεαλ. Το αντικείμενο της συμφωνίας ήταν η πιθανή βλαπτικότητα των ΓΤΟ και η εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης. Αυτά ως προς τον-σημαντικό νομικό-τύπο, ως προς την ουσία, την εφαρμογή, ο δρόμος αναμένεται πολύ μακρύς. Ας κρατήσουμε, όμως, τρία σημεία, το δυσμενές κλίμα της διεθνούς πολιτικής εντός του οποίου δοκιμάζονται οι όποιες, έστω διστακτικές και ισχνές, θετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την εισαγωγή της αρχής της προφύλαξης και την αναγνώριση της επιστημονικής αβεβαιότητας. Το 1997, η τροποποίηση της Οδηγίας 220 και ο Κανονισμός των "νεοφανών τροφίμων" επιβάλλουν μεν τις ετικέτες σήμανσης  αλλά όταν η αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλέον έχει κατακλυσθεί από "ανώνυμα" προϊόντα ΓΤΟ. Σύμφωνα με στοιχεία της Βρετανικής Ομοσπονδίας Τροφίμων και Ποτών, το μεγαλύτερο τμήμα των παράγωγων σόγιας που εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση προέρχονται από τις ΗΠΑ, όπου η παραγωγή σόγιας περιέχει ΓΤΟ σε ολοένα και μεγαλύτερα ποσοστά. Το 1995, οι ΗΠΑ εξήγαγαν στην Ένωση τους 9,7% εκατομμύρια τόνους προϊόντων σόγιας από το σύνολο των 15 εκατομμυρίων που κατανάλωσε η τελευταία. Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά της παραγωγής που περιείχαν ΓΤΟ, το 1996 περιορίζονταν μόλις στο 2%, το 1997 είχαν αυξηθεί σε 15% και το 1998 εκτιμώντο σε 40% (εφ. Η Καθημερινή 10.5. 1998). Ας σημειώσει ο ανενημέρωτος καταναλωτής, δηλαδή η μεγάλη πλειοψηφία των καταναλωτών απανταχού της γης, ότι όταν αγοράζει μπισκότα, αναψυκτικά διαίτης, ζυμαρικά, πίτσες, σοκολάτες, κοκτέιλ δημητριακών, παγωτά, επεξεργασμένους ξηρούς καρπούς, μαργαρίνες, παιδικές τροφές, κατεψυγμένα τρόφιμα, μπίρες και προμαγειρευμένα φαγητά, πίσω από την "αθώα" ονομασία, για παράδειγμα, του συστατικού "λεκιθίνη Ε322" κρύβεται ένα παράγωγο ΓΤ σόγιας. Αλλά το τρέξιμο της θεσμικής οχύρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης πίσω από τις εξελίξεις της εισβολής της γονιδίων, αυτή τη φορά όχι στα "χωράφια" αλλά στα "πιάτα  των καταναλωτών", δεν έχει τελειωμό. Ο θόρυβος, το 1999, για τη τυχαία (;) επιμόλυνση συμβατικών καλλιεργειών με ΓΤ καλλιέργειες (το 15% της φετινής σοδειάς καλαμποκιού στην Ευρώπη περιέχει μεταλλαγμένο υλικό  θα καταγγείλει ο εκπρόσωπος της Greenpeace στην Ιταλία, Φ. Φάμπρι) θα οδηγήσει την Ένωση στη θεσμοθέτηση του Κανονισμού 49/2000, ο οποίος καθορίζει μέγιστο όριο ανοχής το ποσοστό 1% για την τυχαία επιμόλυνση συμβατικών συστατικών τροφίμων με συστατικά προερχόμενα από ΓΤΟ. Και στην Ελλάδα τι γίνεται θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης; Η απάντηση έχει το δικό της ενδιαφέρον.

 

Βεβαίως, μέχρι σήμερα (Νοέμβριος), όπως άλλωστε αναμενόταν από τους στοιχειωδώς γνωρίζοντες τα πράγματα, τίποτε δεν έγινε από όσα δήλωνε τον περασμένο Ιούλιο (βλέπε παραπάνω) ότι θα γίνουν ο υφυπουργός ΠΕΧΩΔΕ. Ούτε οι επιμολυσμένες καλλιέργειες καταστράφηκαν, ούτε οι αγρότες αποζημιώθηκαν, ούτε οι "δόλιες" εταιρείες τιμωρήθηκαν, ούτε εντοπίσθηκαν οι περιοχές που είχαν σπαρεί με τις ύποπτες σπορομερίδες, ούτε, πολύ περισσότερο, εξετάσθηκε το ενδεχόμενο ορισμού ζωνών ελεύθερων ΓΤΟ. Αντίθετα έγιναν άλλα, τα οποία κανένας υπουργός δεν θέλει να παραδεχθεί αλλά όλοι ανέχονται σιωπηρά και αδιαμαρτύρητα. Δηλαδή τα εξής: "Επιτρέπεται" και εισάγονται προϊόντα που προέρχονται από ΓΤ φυτά όπως σογιάλευρο, σπορέλαιο, καλαμπόκι. "Επιτρέπεται" και εισάγονται προϊόντα στην παραγωγή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν ΓΤ φυτά όπως κρέας μοσχαρίσιο και χοιρινό, γάλα αγελαδινό, τυριά κ.ά. Οι ισχύοντες κανονισμοί διακίνησης βαμβακόσπορου στην Ελλάδα απαιτούν ελάχιστη ειδική καθαρότητα, 98%, κατά βάρος, χωρίς να υπάρχει περιορισμός για τη γενετική προέλευση των υπολοίπων. Επομένως δεν καλύπτεται και αναμένει τη ρύθμιση του το πρόβλημα της γενετικής προέλευσης και των σχετικών ορίων επιθυμητής καθαρότητας των σπόρων (Π. Ευθυμιάδης, περ. Γεωργία-Κτηνοτροφία, τευχ. 4, 2000). Το Υπουργείο Γεωργίας ανέθεσε (τώρα!) στο Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικών Ερευνών τη δημιουργία εξειδικευμένου Εργαστηρίου Βιοτεχνολογίας "στο οποίο θα αναπτυχθούν μέθοδοι ελέγχου σπόρων, ως προς τη γενετική τους τροποποίηση, με ρυθμό ρουτίνας" (περ. ΕΘΙΑΓΕ, τευχ. 1(4) 2000). Τέλος δεν έχει ακουσθεί τίποτε περαιτέρω για την καινοφανή συν-απόφαση των Υπουργείων Γεωργίας και ΥΠΕΧΩΔΕ να πωλήσουν σε τρίτες χώρες το βαμβάκι με επιμόλυνση άνω του 1%, την οποία επέκριναν σύσσωμες ο Συνασπισμός και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις (εφ. Η Αυγή 13. 9. 2000).

 

Τι δείχνουν όλα αυτά; Πολλά και κυρίως ένα: Ότι οι ΓΤΟ εισέβαλαν στα "χωράφια" και τα "πιάτα" των αγροτών και καταναλωτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν οι πολιτικές ηγεσίες των κρατών-μελών καταλάβουν τι γίνεται. Οι θεσμικές οχυρώσεις τις οποίες αντέτειναν σε αυτή την επιθετική εισβολή ήταν αμυντικές, σπασμωδικές, ατελείς, αμήχανες, αναποτελεσματικές και πάντοτε καθυστερημένες. Η ανάλυση των μέχρι σήμερα θεσμικών ρυθμίσεων του καθεστώτος υιοθέτησης των ΓΤΟ στην Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει ότι, η τελευταία, ανταποκρίνεται μεν, όπως-όπως, στις επιφυλάξεις και τις ανησυχίες με τις οποίες η Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Όμως, η απτή επαφή με τη πραγματικότητα αποδεικνύει ότι ο Αμερικανικός παράγοντας και οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν επιβάλλει ή ακριβέστερα, εκβιάσει τη λύση σε αυτό που η πολιτική και κοινωνική Ευρώπη θεωρεί και συζητά ως "πρόβλημα": την άνευ περιορισμών χρήση των ΓΤΟ στην πρωτογενή παραγωγή, την μεταποίηση, το εμπόριο. Η ελληνική περίπτωση δεν παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον παρά με την επανάληψη των γνωστών ιδιαιτεροτήτων της πολιτικής ζωής της χώρας: έλλειψη υπευθυνότητας, αδιαφάνεια, αφόρητος εμπειρισμός και αυτοσχεδιασμός. Είναι εντελώς ενδεικτικό ότι ούτε η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, η οποία αναγγέλθηκε με τυμπανοκρουσίες τον Ιούλιο του 1998 από το Υπουργείο Εσωτερικών και η οποία θα αντικαθιστούσε όσες υπολειτούργησαν από το 1992 σε διάφορα υπουργεία, δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να συνεδριάσει, έτσι "για τα μάτια του κόσμου", για να δείξει στους πολίτες ότι η πολιτική εξουσία συναισθάνεται, πιεζόμενη από τεράστια οικονομικά συμφέροντα την ανάγκη μιάς, έστω ιδεαλιστικής ή και φορμαλιστικής "φιλοσοφικής" δεοντολογίας για την αντιμετώπιση των συνεπειών της βιοτεχνολογικής επανάστασης. Καιρός, όμως, να αφήσουμε την ούτως ή άλλως χαοτική ελληνική περίπτωση, επιστρέφοντας στα αρχικά ερωτήματα αυτού του κειμένου.       

 

Οι δυσκολίες του νομοθέτη στην κοινωνία της διακινδύνευσης

 

Αν κάτι θέλω να υπογραμμίσω με όλα αυτά είναι η απόσταση και η αδυναμία της κοινωνίας των πολιτών-καταναλωτών έναντι αυτού που ονόμασα εισαγωγικά "οργανωτική αρχή" των οικονομικών και επιστημονικών συμφερόντων. Το επιβεβαιώνει και ένας εξ ορισμού ειδήμων, ο πρόεδρος της  Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής), ο Γεώργιος Κουμάντος. Λέει ο Γ. Κουμάντος: "είναι πολλά και μεγάλα τα συμφέροντα που εκτρέφονται από τις προοπτικές της σύγχρονης βιολογίας με αποτέλεσμα την ηθελημένη συσκότιση του τοπίου όπου θα έπρεπε να αναπτυχθεί ο ηθικός προβληματισμός" και συνεχίζει με την ανυπέρβλητη δυσκολία του νομοθέτη: "ώσπου να γίνουν κατανοητές σ' ένα κάπως ευρύτερο κοινό οι καινούργιες κάθε φορά, δυνατότητες της βιοτεχνολογίας, ώσπου να συνειδητοποιηθούν τα προβλήματα, ώσπου να αποτιμηθούν οι επιλογές, ώσπου να αποκρυσταλλωθούν οι αντιλήψεις και να φθάσουν στη θέσπιση νομικών κανόνων, τα δεδομένα έχουν ήδη αλλάξει, τα προβλήματα έχουν πάρει καινούργια μορφή, νέες δυνατότητες προσφέρονται και νέα διλήμματα καθηλώνουν τη σκέψη-οι νομοθετικές επιταγές έρχονται πάντα καθυστερημένες" (εφ. Η Καθημερινή 22.10.2000). Θα συμφωνούσα σε όλα μαζί του εκτός από ένα. Στο γεγονός ότι δεν συνδέει τη συσκότιση του τοπίου με "τα συμφέροντα που εκτρέφονται από τις προοπτικές της σύγχρονης βιολογίας" και στη συνέχεια με τις δυνατότητες οι οποίες παραχωρούνται στο "κάπως ευρύτερο κοινό" να συνειδητοποιήσει τα προβλήματα και να αποτιμήσει τις επιλογές ενώπιον των οποίων το έχει θέσει η εξέλιξη της βιοτεχνολογίας. Μια περισσότερο πολιτική και κοινωνιολογική προσέγγιση δεν θα παρέλειπε την ασύμμετρη σχέση εξουσίας που εξυπονοεί το σχήμα που περιγράφει, ο Γ. Κουμάντος, από τη σκοπιά του νομικού.

 

Αυτή την προσέγγιση μας προσφέρει η θεωρητική συζήτηση την οποία έχει ανοίξει το βιβλίο του Γερμανού Ούλριχ Μπέκ "Η κοινωνία του ρίσκου" (1986). Είχαμε την ευκαιρία να "δοκιμάσουμε" αυτή τη θεωρία αναλύοντας, σε πρόσφατη εργασία  μας (Λ. Λουλούδης, Β. Γεωργιάδου, Γ. Σταυρακάκης "Φύση, Κοινωνία, Επιστήμη στην Εποχή των "Τρελών Αγελάδων". Διακινδύνευση και Αβεβαιότητα". Νεφέλη 1999), ακριβώς από τη σκοπιά της πολιτικής επιστήμης και της κοινωνιολογίας, τη Νόσο των Τρελών Αγελάδων (εφεξής ΝΤΑ), η οποία, από το 1989 και μέχρι σήμερα, κλονίζει εκ θεμελίων τα συστήματα προστασίας της υγείας του καταναλωτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Μπεκ μας λέει ότι το "ρίσκο", η η "διακινδύνευση" και η αβεβαιότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό των κοινωνιών της ύστερης νεωτερικότητας. Στις κοινωνίες αυτές, αποτελεί ιστορική πραγματικότητα, ότι η επιστημονική γνώση παράγει συνεχώς κινδύνους χάριν της τεχνολογικής εξέλιξης και, εν τέλει, της οικονομικής ανάπτυξης. Τη διαπιστωτική θεωρία του Μπεκ μετέτρεψε σε προγραμματική αρχή ο σύμβουλος του Τόνι Μπλέρ, κοινωνιολόγος Άντονι Γκίντενς. Αν και η επιστημονική πρόβλεψη είναι αβέβαιη, οι κυβερνήσεις, ισχυρίζεται ο Γκίντενς, συγγραφέας του γνωστού πολιτικού μανιφέστου της Κεντροαριστεράς: "Ο τρίτος δρόμος" (εκδόσεις Πόλις, 1999), οφείλουν να λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες συνιστούν "άλμα στο σκοτάδι". Συνεπώς, αντίθετα με ό,τι η θετικιστική πίστη στην αλάνθαστη επιστημονική πρόβλεψη υπαγορεύει, στην κοινωνία της ύστερης νεωτερικότητας, η συνδεόμενη με ορισμένες τεχνολογίες αιχμής επιστημονική αβεβαιότητα, όχι μόνο αναγνωρίζεται αλλά και δεν πρέπει να αναχαιτίζει τη δομική ροπή προς τη διακινδύνευση, μοναδική διαδικασία η οποία εγγυάται τη διάδοση της καινοτομίας και των νέων ευκαιριών για την οικονομική ανάπτυξη. Φυσικά, ο Γκίντενς, υποστηρίζει τη θεσμική προστασία έναντι των αναλαμβανομένων κινδύνων αλλά αυτή δεν θα πρέπει να περιορίζει την ικανότητα ανάληψης κινδύνων με αναπτυξιακή δυναμική. Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, η κρίση της ΝΤΑ, για τον Γκίντενς, δεν είναι παρά μία τυπική κατάσταση τεχνολογικής διακινδύνευσης (αλλαγή στη βιομηχανική παραγωγή ζωοτροφών), σε κοινωνίες στις οποίες, ούτως ή άλλως, "η φύση δεν είναι πλέον φύση". Στη δική μας εργασία, τουλάχιστον, για τη ΝΤΑ (βλέπε παραπάνω), η εμπειρική ανάλυση έδειξε ότι η "διακινδύνευση", όπως την ορίζει ο Γκίντενς είναι εξαιρετικά περιοριστική, αν όχι αφαιρετική. Δεν παρήχθη η τεχνολογική καινοτομία σε μια πολιτικά και θεσμικά αυτονομημένη επιστημονική περιοχή "παραγωγής διακινδυνεύσεων". Αντίθετα, εντός της τελευταίας διείσδυσαν προγραμματικά και μεθοδευμένα οι ιεραρχημένες σκοπιμότητες, η "καπιταλιστική λογική" της νεοφιλελεύθερης πολιτικής εκείνης της εποχής, με την έμφαση στη συμπίεση του κόστους παραγωγής ακόμα και σε βάρος της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος. Η κυρία Θάτσερ δεν ήταν αυτή που είπε ότι "Δεν υπάρχει αυτό που λέγεται κοινωνία"; Επιλέον, η διαχείριση της αποκαλυφθείσας επιστημονικής αβεβαιότητας, μετά την εκδήλωση της ασθένειας, ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής σύγκρουσης διαφορετικών νοηματοδοτήσεων της κρίσης. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης είναι γνωστό, δυστυχώς για τα θύματα ή τα υποψήφια θύματα της ΝΤΑ. Η αρχή της προφύλαξης (Συνθήκη του Άμστερνταμ, νέο άρθρο 174, παρ. 2) έναντι της διαπιστωμένης επιστημονικής αβεβαιότητας αναγνωρίσθηκε πολύ καθυστερημένα. Μέχρι τότε, επικράτησε, μέσα και έξω από τους θεσμούς, με τη συνεργασία τμημάτων της επιστημονικής κοινότητας, αγροτοβιομηχανικών συμφερόντων, μέρους του τύπου των και θεσμικών φορέων της Βρετανικής και της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, η σθεναρή υπεράσπιση της "ικανότητας ανάληψης κινδύνων με αναπτυξιακή δυναμική". Η ιστορία της ΝΤΑ υπήρξε τραγική γι' αυτό μας ανάγκασε να τη προσέξουμε. Στο φως των πραγματολογικών δεδομένων τα οποία συσσώρευσε η ΝΤΑ και μέσω της ειδικής ανάγνωσης της θεωρίας των διακινδυνεύσεων την οποία επιχειρήσαμε, "οι δυσκολίες του νομοθέτη" στην περίπτωση της βιοτεχνολογίας, τις οποίες εκθέτει ο Γ. Κουμάντος, μοιάζουν λιγότερο αυτονόητες. Πράγματι, έχει δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι η θεσμική ρύθμιση της προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας έπονται χρονικά και, το σημαντικότερο, αξιολογικά, της επιστημονικής ανάπτυξης και ιδιαιτέρως των τεχνολογικών της εφαρμογών, ενώ ολοένα συχνότερα, ο νομοθέτης, καλείται να συγκρατήσει την επιστημονική αβεβαιότητα στα όρια του "κοινωνικά αποδεκτού". Αλλά αυτό δεν οφείλεται σε μια  επιστήμη η οποία απέναντι στη σιωπηλή φύση, "τοις ένδον ρήμασι πειθόμενη", αποδίδει "δεδομένα", "προβλήματα", "διλήμματα", "νέες δυνατότητες" στην πόρτα της ανθρωπότητας. Οφείλεται στη συνύφανση των στόχων της επιστήμης, ως κυρίαρχης παραγωγικής δύναμης και συν-ηγεμονεύουσας ιδεολογίας, στη δομή των σχέσεων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Ο Francois Gros αποκαλεί αυτή τη συνύφανση σχέσεων εξουσίας ως "οργανωτική αρχή" της βιοτεχνολογικής ή της κάθε μελλοντικής τεχνολογικής επανάστασης αυτής της εμβέλειας. Χάρις στον Μπεκ και εν μέρει τον Γκίντενς, κατανοήσαμε ότι αυτή η "οργανωτική αρχή" του Gros προϋποθέτει διαλεκτικά την "κοινωνία της διακινδύνευσης". Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να αποκαλούμε τη δεύτερη, πιο ορθόδοξα ως καπιταλιστική κοινωνία (προσθέτοντας: της ύστερης νεωτερικότητας). Δεν θα είχα αντίρρηση με μία παρατήρηση. Έχουν την ιδιαίτερη σημασία τους τα σημαίνοντα, αρκεί να μην μας εμποδίζουν-αν είναι δυνατόν-να διανοηθούμε τα αενάως μεταβαλλόμενα σημαινόμενα. Όπως και να έχει, πάντως, κάτω από αυτή τη λογική, δεν είναι πια αδύνατο να φαντασθούμε γιατί η Αμερικανική κοινωνία, πολύ περισσότερο ώριμη "κοινωνία της διακινδύνευσης" από την Ευρωπαϊκή κοινωνία, φαίνεται να υιοθετεί, χωρίς πολλές αντιρρήσεις, τη τεχνολογική πρόκληση των ΓΤΟ που της απευθύνει η δική της "οργανωτική αρχή" οικονομικών και επιστημονικών συμφερόντων.

 

Για να επανέλθουμε στο θέμα μας, με ορισμένα καταληκτικά συμπεράσματα. Η ακολουθούμενη πρακτική της εισαγωγής, τουλάχιστον σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ΓΤΟ είτε με τη μορφή των σπόρων εμπορευματικών καλλιεργειών είτε με τη μορφή των παραγώγων αυτών των προϊόντων, ως συστατικών σε "νεοφανή" τρόφιμα, όπως εν συντομία την αφηγήθηκα, δεν αφήνει περιθώρια ψευδαισθήσεων. Οι ΓΤΟ επιβάλλονται εκβιαστικά με κάθε μέσο, θεσμικό και συνήθως εξωθεσμικό ή ευθέως παράνομο, στους Ευρωπαίους καταναλωτές, δεν "υιοθετούνται", όπως αφελώς ή ιδιοτελώς φαίνεται να  πιστεύει μία αντίληψη η οποία επιμένει ότι είναι ανάγκη να ενταθεί ο ενημερωτικός διάλογος στα θέματα της "βιοηθικής" και των "οικονομικο-περιβαλλοντικών επιπτώσεων" των ΓΤΟ. Διότι, δήθεν, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές φοβούνται υπερβολικά τους ΓΤΟ επειδή δεν γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται. Τα γεγονότα δείχνουν ότι η επιβολή των ΓΤΟ προηγείται, είναι καίρια πολιτική επιλογή  αυτής της "οργανωτικής αρχής" οικονομικών και επιστημονικών συμφερόντων η οποία συναντά την αντίσταση μιας ανώριμης "κοινωνίας των διακινδυνεύσεων". Η συζήτηση περί "βιοηθικής" και "οικονομικο-περιβαλλοντικών επιπτώσεων" των ΓΤΟ, έπεται χρονικά, σημασιολογικά και, εν τέλει, πολιτικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνεται. Εκατομμύρια δολλάρια δαπανώνται κάθε χρόνο, από τις ενδιαφερόμενες πολυεθνικές εταιρείες, σε συνέδρια, workshops, fora, εκδόσεις κ.ά. προς χάριν της. Για να εκλογικευθεί, νομιμοποιηθεί, εκλαϊκευθεί η ήδη ειλημμένη απόφαση. Αυτός είναι ο ουσιαστικός ρόλος της. Είναι μια εκστρατεία marketing, δημοσίων σχέσεων, δηλαδή τμήμα μιας επιχειρηματικής κουλτούρας η οποία χρησιμοποιεί ηθικά, ψυχολογικά, οικονομικά, κοινωνικά, επιστημονικά, οικολογικά επιχειρήματα, κατά το δοκούν για να πουλήσει το εμπόρευμα της: τους ΓΤΟ. Και είναι άστοχο αλλά και πολιτικό λάθος όταν οργανώσεις οικολόγων, περιβαλλοντιστών, καταναλωτών εμπλέκονται σε ατέρμονες και άκαρπες συζητήσεις αυτού του τύπου υποβαθμίζοντας την πολιτική σημασία του επιχειρούμενου εκβιασμού. Η αντίθεση στην επικράτηση των ΓΤΟ είναι πρωτίστως πολιτική, ταυτίζεται με την προάσπιση θεμελιωδών δημοκρατικών λειτουργιών και ατομικών δικαιωμάτων τα οποία κακοποιούνται βάναυσα εν ονόματι μιας μεταφυσικής "προόδου". Όλα τα άλλα έπονται ακόμα και οι επιπτώσεις των ΓΤΟ στην υγεία, το περιβάλλον, την αγροτική οικονομία. Άλλωστε δεν διακρίνεται για τη σοβαρότητα των επιχειρημάτων της αυτή η συζήτηση. Είναι αξιοσημείωτο ότι ένας εντελώς ξεπερασμένος "ουμανισμός" τίθεται στην υπηρεσία την πλέον εξελιγμένης τεχνολογικής κουλτούρας. Τι εννοώ; Αντί να μακρηγορώ επ’ αυτού, να παραθέσω ένα πρόσφατο παράδειγμα αυτής της τεράστιας επιχείρησης "εξοικείωσης" της "απροσάρμοστης" ευρωπαϊκής κοινής γνώμης με τους θαυματοποιούς ΓΤΟ .

 

Αντί επιλόγου

 

Μια Παρασκευή του περασμένου Μαΐου (19.5.2000) το "Forum της Βιοτεχνολογίας" μας προσκαλούσε σε συζήτηση για "Το Μέλλον της Βιοτεχνολογίας". Συνδιοργανωτές η πρεσβεία των ΗΠΑ και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Ομιλητές επιφανείς Έλληνες και Αμερικανοί καθηγητές της Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής και η πρόεδρος του υπό σύσταση Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων. Με την εξαίρεση της τελευταίας η οποία ήταν μάλλον αμήχανη παρά συγκεκριμένα ελεγκτική, όλοι οι υπόλοιποι ομιλητές, ενώπιον του Αμερικανού πρέσβη κ. Νίκολας Μπέρνς δεν άφησαν επιχείρημα για επιχείρημα αμεταχείριστο υπέρ της διασκέδασης των ανησυχιών για την επικείμενη απελευθέρωση της εμπορική χρήσης των ΓΤΟ. Αντίθετα υπερθεμάτισαν στα προδοκούμενα ωφελήματα για "κάθε πικραμένο", από τους λιμοκτονούντες Αφρικανούς, τους δυσπραγούντες αγρότες, τους ανιάτως ασθενείς κ.ο.κ. έως τους καταναλωτές τους οποίους εκνευρίζει το "μαύρισμα της πατάτας" μετά την κοπή της και μέχρι το τηγάνισμα. Δεν νομίζω ότι χρειαζόταν κάποια ιδιαίτερη γνώση επικοινωνιακής πολιτικής για να καταλάβει κανείς ότι όλα τα χρησιμοποιούμενα επιστημονικά επιχειρήματα αποτελούσαν σημεία μιας καλοσχεδιασμένης εκστρατείας marketing και δημοσίων σχέσεων. Η οποία εκθέτει επιλεκτικά και επιφανειακά τα μειονεκτήματα του προϊόντος για να καταστήσει αδιαφιλονίκητη την αξιοπιστία των πλεονεκτημάτων του. Να δικαιολογήσω την κριτική μου. Δεν ελέχθη τίποτε ή σχεδόν τίποτε για τα νομικά προβλήματα τα οποία θέτει το προαναφερθέν άρθρο Κουμάντου ή τις περιπέτειες και το δυσμενές διεθνές κλίμα, με προεξάρχουσα την αντιπαλότητα και τις εκβιαστικές πιέσεις των ΗΠΑ, εντός του οποίου εξελίσσεται η θεσμική οχύρωση της προστασίας του καταναλωτή  από τα ΓΤΟ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι και τον Μοντεσκιέ επικαλέστηκε ένας ομιλητής, προερχόμενος από τη χώρα του Προκρούστη, για να υποστηρίξει ότι "όταν δεν υπάρχει η ανάγκη να κάνεις ένα νόμο, καλύτερα να μην κάνεις ένα νόμο". Και βέβαια κανείς δεν ασχολήθηκε με την "αρχή της προφύλαξης". Στο μείζον θέμα της βιοποικιλότητας, οι περισσότεροι καθηγητές, όντες μοριακοί βιολόγοι ή γενετιστές, επανέλαβαν κοινότοπες θέσεις εγκυκλοπαιδικού επιπέδου οι οποίες δεν ήταν ενήμερες των τελευταίων εξελίξεων στην επιστήμη της οικολογίας. Δεν τους αδικώ γιατί δεν γνώριζαν αλλά γιατί μιλούσαν σαν να γνώριζαν. Οι εξελίξεις στη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ βιοποικιλότητας και λειτουργίας των οικοσυστημάτων είναι ραγδαίες την τελευταία δεκαετία. Σαν παράδειγμα αναφέρω ότι, μόλις πριν δύο χρόνια, περατώθηκε το πρώτο συναφές πανευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα (BIODEPTH), το οποίο άρχισε το 1993, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή J.H. Lawton (Imperial College, University of London), στο οποίο συμμετείχε και ο δικός μας καθηγητής Α. Τρούμπης με την ομάδα του, του Τμήματος Περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τα αποτελέσματα, ήδη δημοσιευμένα στην έγκριτη "Nature", αποδεικνύουν ότι η σχέση βιοποικιλότητας και οικοσυστημάτων είναι απείρως πιο σύνθετη-ένας προκλητικός γρίφος για τους θεωρητικούς, μαθηματικούς και πειραματιστές οικολόγους-από την απλοποιημένη εικόνα την οποία χρησιμοποίησαν οι μοριακοί βιολόγοι και γενετιστές του Forum για την αντιμετώπιση του προβλήματος της βιοποικιλότητας μετά την εισαγωγή, σε μαζική παραγωγική-εμπορική κλίμακα, των ΓΤΟ. Δεν ακούσθηκε λέξη για την Κοινή Αγροτική Πολιτική, τους στόχους των συνεχών μεταρρυθμίσεων της, μετά το 1992, όταν η αγροτική ανάπτυξη ενσωματώνει σε ενιαίο θεσμικό σχήμα στόχους φιλο-περιβαλλοντικούς, δίνει έμφαση στην πολυλειτουργικότητα της υπαίθρου, επιχειρεί  να ανασύρει τις Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές από την εγκατάλειψη τους, προκρίνει την ποιότητα των επώνυμων προϊόντων και τη ανάδειξη της ταυτότητας των αγροτικών τοπίων της Ευρώπης. Πως όλα αυτά συνδέονται ή δεν συνδέονται με τη βιοτεχνολογική πρόκληση και τις προτεραιότητες τους; Άλλά, μόνο έτσι, η συζήτηση θα αποκτούσε ενδιαφέρον για όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για την ανάπτυξη της υπαίθρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Διότι, όπως αναφέρουν δύο από τους εγκυρότερους αναλυτές του νεωτερικού αγροτο-βιομηχανικού συμπλέγματος: «οι ίδιες διαδικασίες (ΣΣ εννοεί της νέας βιοτεχνολογίας) μπορούν να ιδωθούν από διαμετρικώς αντίθετες γωνίες: ως η αναστροφή ή επαναπροσανατολισμός του εγκατεστημένου βιομηχανικού μοντέλου υπέρ μιας περισσότερο βιώσιμης, περιβαλλοντικά-φιλικής ανάπτυξης ή σαν μια περαιτέρω επέκταση του κυρίαρχου βιομηχανικού παραδείγματος ώστε να ενσωματώσει τη μηχανική των ζώντων οργανισμών» (D.E. Goodman and J. Wilkinson “Patterns of research and innovation in the modern agri-food system’ στο P. Lowe. T.K. Marsden και S. Whatmore (εκδ.) Technological Change and the Rural Environment, London: David Fulton, 1990)   Από την άλλη, σε ένα ακροατήριο αποτελούμενο κυρίως από κατοίκους του Αθηναϊκού κέντρου, ενδεχομένως δεν θα πολυενδιέφερε ότι, με τη νέα βιοτεχνολογία, "ο αγρότης αποστερείται του πανάρχαιου δικαιώματος να σπέρνει το χωράφι του με τη δική του συγκομιδή, με κίνδυνο αποσταθεροποίησης των αγροτών των αναπτυσσομένων χωρών" ή ότι "το γονίδιο "εξολοθρευτής" θα επιταχύνει τη διαδικασία της κάθετης ενσωμάτωσης θέτοντας τους αγρότες υπό τον έλεγχο του διατροφικού συμπλέγματος, από τους σπόρους στο καλλιεργούμενο φυτό. Έτσι οι αγρότες θα βρίσκονται ασφυκτικά πιεσμένοι, από τη μια πλευρά από τις αγροχημικές βιομηχανίες που τους εφοδιάζουν με όλες τις εισροές, περιλαμβανομένων των σπόρων και από την άλλη από τις μεγάλες εταιρείες διανομής που επιβάλλουν τις τιμές και θα μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε απλούς εκτελεστές εμπορικών συνταγών" (Ν. Μπεόπουλος, ό.π.). Όμως, αυτό σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να απασχολήσει τους ομιλητές; Δεν τους απασχόλησε. Αντίθετα δεν έμεινε ομιλητής να μην τονίσει πόσο ο Τρίτος Κόσμος θα ωφεληθεί από τη νέα βιοτεχνολογία........Βγήκα από την αίθουσα με επιβεβαιωμένους τους χειρότερους φόβους μου για την απροκάλυπτη προπαγάνδα της "οργανωτικής αρχής" οικονομικών και επιστημονικών συμφερόντων υπέρ των ΓΤΟ. Ο Αττικός ήλιος έλαμπε, η ζέστη έδιωξε την τεχνητή παγωμάρα του αιρ-κοντίσιον. Ανάσανα. Στο πρώτο περίπτερο που συνάντησα κρεμόταν το τελευταίο τεύχος της σκληρής αλλά έγκυρης νεοφιλελεύθερης επιθεώρησης "The Economist" (Μάιος 13-19, 2000). Το μαύρο εξώφυλλο περιείχε ένα σχίσιμο στο σχήμα της Αφρικής από το οποίο προβάλλονταν η φωτογραφία ενός οπλοφορούντος μαύρου αντάρτη και ο τίτλος με τονισμένα κίτρινα γράμματα έγραφε: "Η απελπισμένη ήπειρος". Το αγόρασα και ξεφύλλισα το σχετικό πολυσέλιδο αφιέρωμα. Λεγόταν πολλά για τη διαφθορά και τούς πολέμους αλληλοεξόντωσης που βυθίζουν την Αφρικανική ήπειρο σε ένα εφιαλτικό σήμερα χωρίς αύριο. Δεν υπήρχε λέξη για τη "μεγάλη προσδοκία" της βιοτεχνολογίας στην οποία με τέτοιο ζήλο είχαν αποδυθεί οι καθηγητές του Forum. Αυτόματα μου ήρθε στο νου μια φράση του Χάρολντ Πίντερ την οποία όταν διάβασα μου φάνηκε υπερβολική: " η δημοκρατία είναι μια λέξη που αρχίζει να βρωμάει". Νομίζω ότι εκείνο το ηλιόλουστο Μαγιάτικο μεσημέρι την κατάλαβα καλύτερα.