|
Σύνοψη
Εδώ και αρκετά χρόνια έχει πλέον μπει στο στόχαστρο
της επιστημονικής ανάλυσης ένα βασικό δίλημμα: Ανάπτυξη ή Προστασία του
Περιβάλλοντος;
Επίσης, διεθνώς, καταγράφεται η διάθεση, μερικές
φορές ισχυρή άλλες ασθενέστερη, να υπάρξουν πρωτοβουλίες, προγραμματισμός και
συντονισμός, ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα, σε σχέση με την ποιοτική
επιδείνωση της διαβίωσης στα αστικά κέντρα ή την ανθρωπογενή
καταπάτηση πολλών από τα «δικαιώματα» της Φύσης.
Στο 1ο κεφάλαιο: «η έννοια της σχέσης
παραγωγικής δραστηριότητας και έργων υποδομής με το Περιβάλλον», γίνεται
αναφορά στις εγγενείς αδυναμίες της Αγοράς να προστατέψει τους φυσικούς πόρους.
Άλλωστε, εδώ και πάρα πολλά χρόνια και πάντως
οπωσδήποτε σε συνθήκες καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής, βασικοί
«δείκτες», όπως: α. των αρνητικών «εξωτερικών οικονομιών» και β. του «τύπου
ιδιοκτησίας», που διέπει -κυρίως- το νερό, τον αέρα και το έδαφος, αποκαλύπτουν
και τα ανελαστικά όρια των δυνατοτήτων της Αγοράς. Αυτή, με προφανή μονοπωλιακά
χαρακτηριστικά, αδυνατεί να λειτουργήσει σε ανταγωνιστικά γνήσιες συνθήκες
προσφοράς και ζήτησης. Πάντως, παράλληλα, είναι εξίσου αληθές ότι «…στη
σημερινή εποχή ένας από τους παράγοντες έλξης αναπτυξιακών ιδιωτικών επενδύσεων
είναι η ποιότητα ζωής». Ο έλεγχος της περιβαλλοντικής συμβατότητας των σχεδίων
των αναπτυξιακών έργων και των παραγωγικών δραστηριοτήτων, ύστερα μάλιστα και
από έγκυρες διαδικασίες συμμετοχής των πολιτών, θα μπορούσε, σε σημαντικό
βαθμό, να εγγυηθεί τη δραστική μείωση των δυσμενών επιρροών αυτών των έργων στα
«συστατικά» της Βιόσφαιρας. Κατάλληλο εργαλείο, το παγκοσμίως μέχρι στιγμής
προσφορότερο, αποτελεί η αμερικανικής καταγωγής Εκτίμηση Περιβαλλοντικών
Επιπτώσεων (ΕΠΕ). Το ίδιο ισχύει για τις συναφείς Μελέτες (ΜΠΕ) αλλά και για
την τελική έκδοση της ΄Εγκρισης
Περιβαλλοντικών Όρων (ΕΠΟ) κατασκευής και λειτουργίας
του εκάστοτε έργου.
Σχετικά καθυστερημένα η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε την πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή της παραπάνω
διαδικασίας με την έκδοση και «επιβολή» της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ: «εκτίμηση των
επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημόσιων και ιδιωτικών έργων στο Περιβάλλον». Έτσι, σε διαδικασίες ΕΠΕ, υποβάλλονται πια τα έργα, που
περιλαμβάνει ο «συνημμένος», αρκετά περιεκτικός και όχι πάντως εξαντλητικός,
κατάλογος «μικρών» και «μεγάλων» έργων (σύμφωνα και με την κλίμακα της
αναμενόμενης επίδρασής τους στο Περιβάλλον).
Η αρκετά σύγχρονη μέθοδος Technology Assessment αποτελεί
βάση της ΕΠΕ, αν και ίσως παραπλανεί αναφερόμενη «περιοριστικά» σε Τεχνολογίες.
Είναι θετικό ότι η ολοκληρωμένη εφαρμογή της, εκτός των άλλων, επιτάσσει «να
μελετώνται σοβαρά τα συμφέροντα των εμπλεκόμενων κοινωνικών ομάδων αλλά και οι
εξ αυτών πιθανές τριβές και αντιστάσεις».
Τελικά όμως, τί
είναι κίνδυνος; Ποιοί
παράγοντες επηρεάζουν την ατομική ή κοινωνική ικανότητα αντίληψής του; Άλλωστε για την προσέγγισή του, συχνά, υφίστανται και
προφανείς δυσκολίες και προβλήματα. Οι προδιαγραμμένες μέθοδοι αναγνώρισης και
καταγραφής του προδιαγράφουν αντίστοιχα και το βαθμό αξιοπιστίας των
προσεγγίσεων. Φυσικά, πρέπει να συνυπολογίζονται και κοινωνικές παράμετροι
περισσότερο συναφείς προς την υπόψη συγκυρία. Με την έννοια αυτή, η
εκάστοτε αντίληψη και αποδοχή «κινδύνων» ποικίλλει ανάλογα.
Η μέτρηση της ποιότητας του Περιβάλλοντος προκύπτει
ως αναγκαία προϋπόθεση για την περιγραφή οικολογικά κρίσιμων εξελίξεων αλλά και
την αξιολόγηση (των μέτρων) της περιβαλλοντικής πολιτικής. Αναπόφευκτα
αναδεικνύεται λοιπόν, και η αναγκαιότητα εξειδίκευσης και χρήσης σωστών περιβαλλοντικών
δεικτών.
Το (ανθρώπινο) Περιβάλλον, ως δυναμικό σύνολο
αβιοτικών, βιοτικών και κοινωνικών παραγόντων, αποτελεί κατά τον Boulding βασικό στοιχείο του κυκλικού πολύπτυχου:
Περιβάλλον, απόληψη πόρων, εισροές, Οικονομία, εκροές και ΑΕΠ, εκροές και
απόβλητα, (περιβαλλοντική) ρύπανση, Περιβάλλον….
·
Έμμεσα, οι εισαγωγικοί ορισμοί της Περιφερειακής
Ανάπτυξης υπογραμμίζουν τη (χωροταξική) αξία των διαδικασιών ΕΠΕ, όπως βέβαια
και της ΕΠΟ, αφού «…κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα εξελίσσεται στην επιφάνεια της
γης, σε ορισμένο τόπο ή μεταξύ δύο σημείων του γεωγραφικού χώρου (απόσταση)».
Ο βασικές υποθέσεις του Forrester και οι
αναλυτικότερες προσεγγίσεις των Meadows, ως προς «τα όρια της Ανάπτυξης», παρείχαν, στις
αρχές της δεκαετίας του ΄70, αρκετό υλικό στον επίσημο προβληματισμό διεθνών
φορέων (π.χ. ΟΗΕ και Διάσκεψη της Στοκχόλμης για το Περιβάλλον -1972-) αλλά και
στον διαρκώς εντεινόμενο οικο-περιβαλλοντικό
των πολιτών (και των πολιτικών τους κομμάτων ή κινήσεων).
Οι δυσμενείς επιπτώσεις μπορούν να ελαχιστοποιηθούν
δραματικά μέσα από την πλούσια εμπειρία και την πληρέστερη επιστημονική γνώση
των ανθρώπινων κοινωνιών. Η αλλαγή των παραγωγικών και καταναλωτικών προτύπων αποτελεί
βασικό κλειδί των εξελίξεων. Όμως, η ψευδής αίσθηση
της απόλυτης ανθρώπινης κυριαρχίας επί πάντων και η ανεδαφική πίστη στην
ατέρμονη υλική επέκταση συνθέτουν τον ασφυκτικά «ανθυγιεινό» αντίποδα μιας
άλλης γενικότερης πρακτικής (και αντίληψης), που στο επίκεντρο θα έβαζε, π.χ.,
κοινωνικά αποδεκτές και επιστημονικά βέλτιστες διαδικασίες ΕΠΕ.
Στις διαδικασίες αυτές, ο μελετητής θα έρθει
αντιμέτωπος και με βασικά ζητήματα, που τίθενται στο 2ο κεφάλαιο: «ο
χαρακτήρας των επιπτώσεων των παραγωγικών έργων και δραστηριοτήτων στο
Περιβάλλον».
Σε μικρότερο ή και μεγαλύτερο βαθμό,
περιβαλλοντικές ζημίες καταγράφονται ήδη από την κλασική Αρχαιότητα. Είναι ο
Άνθρωπος, που στην προσπάθειά του να «δαμάσει» τη Φύση, αφήνει πάνω της τα δικά
του σημάδια, όντας ο ίδιος προϊόν της. Σημάδια συχνά ανεξίτηλα και σπανίως
αποτέλεσμα ορθολογικού σχεδιασμού. Υπάρχουν ευρήματα, ακόμα και από τη Μέση
Παλαιολιθική Εποχή, που πιστοποιούν μονοσήμαντα τη «σπατάλη» μεγάλης ποσότητας
δυσεύρετου πυριτόλιθου (πρώτη ύλη) για την κατασκευή ενός μόνο χρήσιμου
εργαλείου. Στην Αθήνα του Περικλή, στη Ρώμη, στο Βυζάντιο, στον ελλαδικό χώρο
του ΄21, στις μέρες μας διαγράφονται ξεκάθαρα οι σημαντικές επιπτώσεις της
Ανάπτυξης και αποκαλύπτεται με σαφήνεια το σύνθετο πλέγμα σχέσεων μεταξύ των περιβαλλοντικών
βλαβών και των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών. Οι δυσμενείς
περιβαλλοντικές επιπτώσεις, καθίσταται προφανές, προέρχονται από τα έργα και
τις δραστηριότητες, που αναπτύσσονται στο σύνολο των Τομέων της
Παραγωγής.
Παίρνοντας ως παράδειγμα τον Πρωτογενή, η Carson χτυπάει
το καμπανάκι των υπέρμετρων χημικών εισροών, που απειλούν το Φυσικό Περιβάλλον
(και εισχωρούν απειλητικά και στη διατροφική μας αλυσίδα). Η διαπίστωση αυτή
συναντάει άλλωστε και την εξίσου ανησυχητική άποψη, που λέει ότι: σε κάθε
αγροτική περιοχή η αύξηση των γεωργικών αποδόσεων κατέληξε στην οριζοντοποίησή τους σε κάποια
ανώτατα, δυνητικά αξεπέραστα όρια ή στην αργή οριακή τους βελτίωση παγκοσμίως.
Η γνωστή Κοινοτική Οδηγία δεν περιορίζεται ασφαλώς
στις δραστηριότητες του Πρωτογενούς και έτσι περιλαμβάνει και τις εξορυκτικές
βιομηχανίες, την Ενέργεια, την παραγωγή και την επεξεργασία μετάλλων, τη
βιομηχανία τροφίμων, την κλωστοϋφαντουργία, τις μονάδες επεξεργασίας δέρματος,
ξύλου και χαρτιού, τα ελαστικά, τα έργα υποδομής, τον τουρισμό, τους
Βιολογικούς Καθαρισμούς και τα διαλυτήρια
πλοίων.
Στη σημερινή κατάσταση (της Υδρογείου) τα
συνεπαγόμενα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι, χονδρικά, δύο κατηγοριών:
οικουμενικά (π.χ. αρνητικό «θερμοκήπιο») και τοπικά
(π.χ. αθηναϊκό «νέφος»)/περιφερειακά. Η αλληλοτροφοδότηση είναι βέβαια, προφανής. Η
ατμοσφαιρική ρύπανση, λόγου χάριν, πώς θα μπορούσε να εγκλωβιστεί στα νοητά
κρατικά σύνορα, αφού η αερομεταφορά της είναι, έτσι κι αλλιώς, δεδομένη;
Η αλυσίδα αιτίων και αποτελεσμάτων όλων των
περιβαλλοντικών προβλημάτων, άσχετα από την κλίμακά τους, είναι τεράστια. Για
παράδειγμα, η κυρίαρχη κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, μακριά από την ευρεία χρήση
εναλλακτικών και ήπιων πηγών ενέργειας, φέρνει αύξηση του εκλυόμενου διοξειδίου
του άνθρακα και προκαλεί σταδιακή άνοδο των θερμοκρασιών, με πολυποίκιλες
μελλοντικά ανεπιθύμητες επιπτώσεις (πλημμύρες από την άνοδο των παράκτιων
νερών, λόγω πολικών τήξεων, μετατοπίσεις των ζωνών βροχόπτωσης και απρόσμενα
αρνητικές κλιματικές αλλαγές κλπ.).
Η «τρύπα του ΄Οζοντος», αποτέλεσμα των ανθρωπογενών εκπομπών χλωροφθορανθράκων, οξειδίων του αζώτου, ενώσεων βρωμίου κλπ., ανοίγει διάπλατα το
γήινο «παράθυρο» στην αφιλτράριστη είσοδο των ζωοκτόνων υπεριωδών ακτινοβολιών.
Οι ετησίως περίπου 5 τόννοι σκουπιδιών «κατά (ευρωπαϊκήν) κεφαλήν» υπογραμμίζουν την κοινοτική
αστοχία, όσον αφορά και στην ορθολογικότερη διαχείριση των απορριμμάτων
αλλά και στην έλλειψη αποφασιστικών πολιτικών για τον περιορισμό παραγωγής
τους. ΄Ομως, οι οργανωμένοι
Χώροι Υγειονομικής Ταφής των Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) δεσμεύουν πολύπλευρα πολύτιμες
εδαφικές εκτάσεις, η καύση των στερεών αποβλήτων συνεπάγεται ατμοσφαιρική
ρύπανση, η ανακύκλωση απαιτεί τη δύσκολα εφικτή συνεχή και συνειδητή συμμετοχή
των πολιτών.
Η με κάθε μέσον μείωση της ποσότητας και του όγκου
των απορριμμάτων είναι λοιπόν, και λογικός και «μοιραίος» μονόδρομος.
Από τα ανεπιθύμητα παραπροϊόντα των αναπτυξιακών
διαδικασιών βλάπτονται και τα υπάρχοντα είδη χλωρίδας και πανίδας της Γης. Ο Φλέηβιν φοβάται πως ήδη, μεταξύ
άλλων, 1.000 είδη θηλαστικών βρίσκονται σε τροχιά έκλειψης. Δεν είναι τυχαία
άλλωστε και η παρέμβαση του ΟΗΕ, που στην τελευταία του παγκόσμια Διάσκεψη για
το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (Ρίο ΄92) δρομολόγησε τη συνυπογραφή από όλα τα κράτη-μέλη του, της Σύμβασης
για την Προστασία της Βιοποικιλότητας.
Βασικές αντιρρήσεις και δισταγμούς προέβαλαν τότε οι ΗΠΑ, αρνούμενες αρχικά την
αποδοχή της Σύμβασης, λόγω πιέσεων του «βιοτεχνολογικού λόμπι».
Τα υποβαθμιζόμενα
χερσαία νερά αποτελούν άλλη μία δυσάρεστη όψη της περιγραφείσας κρίσης. Το ίδιο
μπορεί να λεχθεί και για τις θαλάσσιες και τις παράκτιες ζώνες: ρύπανση από
βαρέα μέταλλα, ευτροφισμός, υπεραλίευση
και οικιστικός κατακλυσμός, αντίστοιχα.
Η ρύπανση και η υποβάθμιση του εδάφους
βαίνουν εξίσου απειλητικές. Αυτός ο πόρος, αν και ανανεώσιμος, «συνέρχεται» με
πάρα πολύ αργούς ρυθμούς. Η «κατάχρησή» του αποδίδεται στη γεωργία, τη
βιομηχανία, την οικιστική επέκταση, τον τουρισμό.
Σοβαρές και μάλλον μη αναστρέψιμες βλάβες
σηματοδοτεί και η προϊούσα ερημοποίηση,
ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της υπαίθρου, των νέων αρδευτικών τεχνολογιών,
που δεν «εξαιρούν» ακόμα και τις πιο επικλινείς και δυσπρόσιτες περιοχές, της
εντατικοποίησης των καλλιεργειών, της αλόγιστης χρήσης πρόσθετων ουσιών στη
γεωργία κλπ.
Το αστικό Περιβάλλον, «ειδικότερος» χώρος
φιλοξενίας των 2/3 των Ευρωπαίων, επιβάλλει, λόγω του -όχι πάντα- άμεσα
αντιληπτού αδιεξόδου, στο οποίο έχει περιέλθει, την υιοθέτηση μιας πολεοδομικής
αειφορικής πρακτικής: ελεύθεροι χώροι, πράσινες ζώνες, προστασία περιαστικής ζώνης, διαχείριση
κυκλοφορίας, ανακύκλωση απορριμμάτων, διατήρηση ενέργειας. ΄Ολα αυτά θα αντιμετώπιζαν περισσότερο μακροπρόθεσμα
την ατμοσφαιρική ρύπανση, την υποβάθμιση του αισθητικού και ακουστικού
Περιβάλλοντος, την αδιέξοδη σπατάλη δαπανηρής ενέργειας και την υπέρογκη
«παραγωγή» αποβλήτων.
Τα διάφορα περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως και η
συνειδητοποίηση συνολικά μιας αντιφατικής πραγματικότητας, λογικά προκαλούν και
ανάλογες σκέψεις αλλά και δράσεις, λιγότερο ή πιο πολύ ειλικρινείς.
Στο 3ο κεφάλαιο: «μορφές Προστασίας του
Περιβάλλοντος από τις ποικίλες επιπτώσεις», δείχνεται με σαφήνεια ότι τα
σχετικά προβλήματα κινητοποιούν τους συναφείς Διεθνείς Οργανισμούς και τα κράτη
αλλά και τους πολίτες και τις ποικιλώνυμες οργανώσεις τους. Είτε πρόκειται
πάντως για δράση συλλογική είτε για ατομική, κοινός «κατά δήλωσιν» στόχος παραμένει η Προστασία του
Περιβάλλοντος. Ο δημόσιος διάλογος, που συνήθως αναπτύσσεται, διακρίνεται σε
τρεις αρκετά διακεκριμένες φάσεις, έχοντας μάλιστα συγκεκριμένα υπόψη
την καταγεγραμμένη πορεία της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην ελληνική πρωτεύουσα.
Πρόκειται, ακριβώς, για τη φάση α. της «φυσικοτεχνικής αναγνώρισης», όπου και διαπιστώνεται
η παρουσία του μαύρου «νέφους» ή η καταστροφή των αρχαίων μνημείων. Για τη φάση
β. των άμεσων μέτρων, δίχως, στην αρχή, κάποιον δεδομένο στρατηγικό
προσανατολισμό και για τη (μάλλον διαρκή) φάση γ. των προοπτικά
ουσιαστικότερων μέτρων αλλά και του συνεπαγόμενου προβληματισμού ακόμα και επί
των κοινωνικοπολιτικών δομών.
Για άλλη μια φορά, συνάγεται ότι η ύπαρξη αξιόπιστων
διαδικασιών ΕΠΕ αλλά και η έκδοση ολοκληρωμένων και επιστημονικά αρτιότερων
ΕΠΟ, θα μπορούσαν να μειώσουν αποφασιστικά την ένταση των εμφανιζόμενων
προβλημάτων.
Πάντως, αξίζει να τονισθεί ότι οι πιο αξιόλογες
παγκόσμιες συναινέσεις, πάνω στα υπόψη προβλήματα, επιτυγχάνονται είτε μέσω των
ειδικότερων -παγκόσμιων- προγραμμάτων του ΟΗΕ είτε με πρωτοβουλία διεθνώς
αποδεκτών και αναγνωρισμένων Οργανισμών κύρους, όπως, για παράδειγμα ο ΟΟΣΑ (OECD).
Σημαντικότατος είναι και ο ρόλος των σχετικών πρωτοβουλιών,
που αναπτύσσονται στους κόλπους γεωπολιτικών ολοκληρωμάτων, όπως η ΕΕ.
Ενώ η ιδρυτική Συνθήκη της Ρώμης (΄57) δεν περιείχε
τίποτε το συγκεκριμένο, η Συνθήκη του Μάαστριχτ
(΄91) επέβαλε την Προστασία του Περιβάλλοντος (ΠΠ) ως διακεκριμένη πολιτική με
οριζόντια ισχύ. Η ΠΠ έπαψε να είναι απλό περιχαρακωμένο πρόγραμμα ειδικότερου
προσανατολισμού, κάτι, που επικύρωσε οριστικά και η Συνθήκη του ΄Αμστερνταμ (΄97).
Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν και προγράμματα ΠΠ, που
έχουν περισσότερο διακρατικό χαρακτήρα και άλλα (είναι και συγκριτικά τα
περισσότερα), που θα χαρακτηρίζονταν ως αμιγώς «εθνικά». Πρωταγωνιστές (ή και
απλοί «συμπαίκτες») των προγραμμάτων, που προαναφέρθηκαν, είναι το κράτος, οι
ΟΤΑ, τα Πανεπιστήμια, οι Μη Κυβερνητικές Οικο-Περιβαλλοντικές
Οργανώσεις (ΜΚΟ) κλπ. Τα διάφορα Υπουργεία, με τις επιμέρους
αρμοδιότητές τους και το υπάρχον νομοθετικό τους οπλοστάσιο, εμπλέκονται
άμεσα ή έμμεσα στα ζητήματα ΠΠ.
Επιλεκτικά, πρόκειται ακριβώς, για το Υπουργείο Περιβάλλοντος,
Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων (ΥΠΕΧΩΔΕ), μετεξέλιξη του αρχικού Υπουργείου
Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ), ενισχυμένο, ενδεικτικά, με τον
Ν. 1650/΄86 «για το Περιβάλλον». Το Υπουργείο Γεωργίας και τον Ν. 998 «περί
δασών», το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας και τον Αναγκαστικό του Ν. 2520/΄40
«περί Υγειονομικών Διατάξεων», το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τον Ν.
743/΄77 «περί Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος», το Υπουργείο Ανάπτυξης
και το Ν. 1739 (΄87) «περί προστασίας των υδατικών πόρων», το Υπουργείο Εθνικής
Παιδείας και Θρησκευμάτων και τις ανάλογες διατάξεις για την ανάπτυξη της
Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (ΠΕ).
Ειπώθηκε και πάλι, βασικούς συντελεστές, στην
προσπάθεια για ΠΠ, αποτελούν και οι Οργανισμοί (Τοπικής) Αυτοδιοίκησης, α΄/βάθμιας και β΄/βάθμιας. Ειδικότερα οι ΟΤΑ
διαθέτουν και αρμοδιότητες σχετικά με την ύδρευση, την αποχέτευση, τις
συγκοινωνίες, τη διατήρηση νεκροταφείων, τη συλλογή των απορριμμάτων, τη
λειτουργία μετρητών και εγκαταστάσεων για τη διαχείριση της στάθμευσης των
αυτοκινήτων.
Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση (ΝΑ) έχει συναφείς
αρμοδιότητες, όμως σε ένα σαφώς ψηλότερο επίπεδο σχεδιασμού.
Όσον αφορά στα Πανεπιστήμια της χώρας, η δράση τους στο
χώρο της ΠΠ είναι πολυσχιδής. Διατηρούν προγράμματα βασικού αλλά και
μεταπτυχιακού επιπέδου, με περιεχόμενο σπουδών (αποκλειστικά ή μερικά) σχετικό
με την ΠΠ. Άλλωστε το ερευνητικό τους έργο είναι
πλούσιο, όπως βέβαια και οι άμεσες παρεμβάσεις τους στη μελέτη και τεκμηρίωση
των προβλημάτων αλλά και των προσφερόμενων λύσεων. Σχεδόν όλα τα ΑΕΙ
παρουσιάζουν ανάλογη δραστηριοποίηση. Στην πρωτοπορία βρίσκεται και το πλέον
φημισμένο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα της χώρας, το
ΕΜΠ.
Συναφή προγράμματα διατηρεί το πλείστον και των
ειδικότερων ερευνητικών κέντρων, όπως: Μπενάκειο
Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, ΕΚΘΕ, ΚΕΠΕ, ΙΓΜΕ, «Δημόκριτος».
Οι πολίτες, τώρα, εθελοντικά εντασσόμενοι σε
ανάλογα προγράμματα ή συμμετέχοντας σε ΜΚΟ, επιδεικνύουν μία επίσης εντυπωσιακή
κινητικότητα. Οι οργανώσεις τους, αν επιχειρήσουμε κάποια κατάταξη, έχουν
χαρακτήρα θεματικό (π.χ. Ελληνική Ορνιθολογική
Εταιρεία), γεωγραφικό και συνήθως πολυθεματικό
(π.χ. Οικολογική Κίνηση Ελευσίνας) και δικτυακό (π.χ. Πανελλήνιο Δίκτυο
Οικολογικών Οργανώσεων).
Το ΕΚΚΕ τεκμηριώνει ότι στην Αθήνα συγκεντρώνεται
το 42% των έγκυρα καταγραφεισών
ΜΚΟ, ενώ Αττική και (ευρύτερη) Θεσσαλονίκη μαζί φιλοξενούν το 52% του συνόλου
των ελληνικών Οργανώσεων.
Για να εκδοθεί μία φερέγγυα ΕΠΟ χρειάζεται και η
ενεργός συμμετοχή των πολιτών. Η κρίση τους θα είναι και καθρέφτης του επιπέδου
περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης και -κυρίως- συνειδητοποίησής τους. Οι φορείς,
που προαναφέρθηκαν, μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην επίτευξη ενός
βέλτιστου επιπέδου. Προφανώς η σωστή Περιβαλλοντική Εκπαίδευση αποτελεί σήμερα
βασική και πολύτιμη προϋπόθεση. Το ίδιο θα ισχύει και στις προσεχείς συνθήκες,
που θα συνδιαμορφώσει η
επερχόμενη και περισσότερο απαιτητική Κοινοτική «Στρατηγική Περιβαλλοντική
Εκτίμηση» (Strategic Environmental Assessment), η οποία δεν θα περιορίζεται στην περιβαλλοντική
επιβάρυνση, που προκαλεί μία μεμονωμένη, ας πούμε, βιομηχανική μονάδα, αλλά στη
συνέργεια
περισσότερων τέτοιων εγκαταστάσεων στο χώρο.
Στο 4ο κεφάλαιο: «η εμπειρία χωρών, που
βρίσκονται στην πρωτοπορία της Περιβαλλοντικής Προστασίας», επιχειρείται
μία ακόμα πιο διεξοδική προσέγγιση της έννοιας της Αειφορίας.
Η Αειφορία, η αειφορική, η βιώσιμη, η διατηρήσιμη Ανάπτυξη, είναι
οι ποικίλες μεταφορές στα Ελληνικά του όρου Sustainable Development, που εισήγαγε στους προβληματισμούς η «Επιτροπή Μπρούντλαντ» του ΟΗΕ (1987). Η
Επιτροπή αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για μία παραπέρα δημιουργική πορεία
του ανθρώπινου γένους πάνω στην Υδρόγειο απαιτείται και η τήρηση μιας
«πλανητικής ‘Agenda’ για την αλλαγή». Η πραγματοποίησή της είναι και
συνάρτηση τριών διακεκριμένων στόχων: α. επανεξέταση των κρίσιμων ζητημάτων
Περιβάλλοντος και Ανάπτυξης και διατύπωση ρεαλιστικών προτάσεων για την
αντιμετώπισή τους, β. πρόταση νέων μορφών διεθνούς συνεργασίας επί των υπόψη
θεμάτων, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις πολιτικές και τα δεδομένα
στην κατεύθυνση των απαραίτητων αλλαγών και γ. αναβάθμιση του επιπέδου
κατανόησης των θεμάτων αλλά και ενίσχυση της απόφασης για δράση όλων.
Των πολιτών, των οργανώσεων εθελοντικής προσφοράς, των επιχειρηματιών, του ακαδημαϊκού
κόσμου και των κυβερνήσεων.
Δεν σημαίνει ότι η Αειφορία, παρ΄ όλη την παλαιά
της καταγωγή (αρχικά και περίπου αποκλειστικά: διηνέκεια των καρπώσεων δασικών
οικοσυστημάτων…), δεν έγινε αντιληπτή και αρνητικά, ως ‘ετικέτα’ της
ύστατης προσπάθειας των ανεπτυγμένων χωρών «να αντιμετωπίσουν τρέχουσες
δυσχέρειες της οικονομικής τους πορείας και ανασφάλειες σχετικές με τη
συντήρηση του κεκτημένου επιπέδου ευημερίας τους». ΄Ισως δεν είναι τυχαία και η κατάχρηση του όρου, αφού
συνήθως εμφανίζεται σε μία απίθανη ποικιλία συνδυασμών και συσχετίσεων: Κυνήγι
και Αειφόρος Ανάπτυξη!
΄Ομως
για άλλους και ίσως και τους περισσότερους, η Αειφορία (έστω και ως ιδεολόγημα)
κινητοποιεί δυνάμεις, που συμβάλλουν ποικιλότροπα στην ΠΠ και διαμορφώνουν νέες
πραγματικότητες, καινούργιους συσχετισμούς, πειστικότερες δεσμεύσεις και πιο
αξιόπιστες υποσχέσεις, που μπορεί να υπερβαίνουν ακόμη και όσα αρχικά είχαν
υπολογίσει οι εμπνευστές της.
Οι «αειφορικοί
θεσμοί» των ΕΠΕ και των ΕΠΟ, αποτελούν απόσταγμα πολυετούς διοικητικής, οικονομικής
και κοινωνικής διαχείρισης και αντίστοιχων προβληματισμών στη χώρα των
«απεριόριστων δυνατοτήτων». ΄Ομως,
προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄70, μπολιάζουν σταδιακά το σύνολο των
ανεπτυγμένων χωρών και φυσικά και (σχετικά καθυστερημένα) την ΕΕ. Κριτήρια
συναφούς «ετοιμότητας», εξετάζοντας περιπτώσεις μικρού αριθμού χωρών, θα
αποτελούσαν οι χρονικές στιγμές κατά τις οποίες κάθε ένα κράτος χωριστά
εισήγαγε την πρώτη του αποφασιστική ρύθμιση Προστασίας του Περιβάλλοντος,
ίδρυσε Υπουργείο Περιβάλλοντος (ή παρόμοια Υπηρεσία), θέσπισε διαδικασίες ΕΠΕ
και ΕΠΟ. Υποχρεωτικά, οι σχετικές αναφορές είναι απόλυτα επιλεκτικές και
συνθέτουν μια πρώτη εικόνα σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη
Γερμανία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία και την Ιαπωνία. ΄Οπως ξαναειπώθηκε, η ΕΕ θεωρείται
και αυτή πρωτοπόρος στο σύνολό της, αφού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα
κράτη-μέλη της εισήγαγαν ανάλογους θεσμούς σε διαφορετικές χρονικές περιόδους,
όλα πια, μέσω του μηχανισμού ενιαίας «επιβολής» Οδηγιών, Κανονισμών κλπ.,
υποχρεούνται στην τήρηση συναφών διαδικασιών. Διαδικασίες, που καταλήγουν σε
ΕΠΟ, υπάρχουν πλέον και στους «15», ενώ, αντίστοιχα, καθολικά εφαρμόζεται και η
Οδηγία 85/337/ΕΟΚ και η τροποποίησή της (97/11/ΕΚ).
Βάσει ποίων κριτηρίων όμως, θα καθορίζονται οι
αναμενόμενες επιπτώσεις ενός (πολύπτυχου) Περιβάλλοντος, που πρέπει να
προστατευθεί; Συναφή «μεθοδολογικά θέματα καθορισμού κριτηρίων Προστασίας
και προσδιορισμού των επιπτώσεων» εξετάζονται στο 5ο κεφάλαιο.
Να σημειωθεί ότι τα υπό Προστασίαν οικο-περιβαλλοντικά
«αγαθά», όσον αφορά στην ΕΕ, καθορίζονται επίσης, συχνότατα, από ένα πυκνό
πλέγμα σχετικών Οδηγιών, Κανονισμών και Αποφάσεων. Για παράδειγμα η Οδηγία
92/43 του Συμβουλίου, «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της
άγριας πανίδας και χλωρίδας» αποτελεί δυνάμει σημαντικό υπόβαθρο για τη σύνταξη
ΜΠΕ αλλά και την εξέλιξη της συνολικής διαδικασίας ΕΠΕ. Η πολυσυνθετότητα της αναγκαίας διατήρησης και
διαχείρισης τέτοιων οικοτόπων τεκμηριώνεται και από την υπάρχουσα ποικιλία
τύπων τους. Ενδεικτικά: παράκτιοι και αλοφυτικοί οικότοποι,
λόχμες με σκληρόφυλλη βλάστηση, χλοώδεις διαπλάσεις, δάση, βραχώδεις οικότοποι και σπήλαια, οικότοποι γλυκών υδάτων.
Η περιβαλλοντική αδειοδότηση, είναι έτσι προφανές, απαιτεί
τουλάχιστον τις εξής περιγραφές: είδος και μέγεθος του έργου ή της
δραστηριότητας, είδος και ποσότητα ρύπων, που εκτιμάται ότι παράγονται, όπως
και κάθε άλλη επίδραση στο Περιβάλλον. Επίσης: δυνατότητα να προληφθεί η
παραγωγή ρύπων από την εφαρμοζόμενη παραγωγική διαδικασία, κίνδυνος σοβαρού
ατυχήματος και αναγκαιότητα λήψης μέτρων για την Προστασία του Περιβάλλοντος.
Σημαντικά κριτήρια αποτελούν αναμφίβολα οι
συσχετίσεις με υπαρκτά χωροταξικά σχέδια, Ειδικές Χωροταξικές Μελέτες, επίσημες
δεσμεύσεις, που προκύπτουν από προγράμματα υπεύθυνων φορέων (π.χ. Υπουργείο
Γεωργίας), υποχρεώσεις, που απορρέουν από διεθνείς Συμφωνίες (π.χ. Σύμβαση
ΡΑΜΣΑΡ για τους υγροβιοτόπους),
χωροταξικές-τομεακές
κατευθύνσεις, που έχουν αποφασιστεί και ισχύουν. Άλλωστε,
οι απαιτήσεις, ώστε να επιτευχθεί και η έκδοση ΕΠΟ, είναι πολλαπλές: αναγνώριση
πιθανών επιπτώσεων, προπαρασκευή της ολοκληρωμένης περιγραφής του επηρεαζόμενου
Περιβάλλοντος, ακριβέστερη πρόβλεψη και τελική εκτίμηση των επιπτώσεων, επιλογή
«τοποθέτησης» του προτεινόμενου έργου μεταξύ ενός συνόλου εναλλακτικών θέσεων,
που θεωρείται ότι θα κάλυπταν τις ανάγκες του επιδιωκόμενου (αναπτυξιακού) στόχου, κωδικοποίηση και δημοσιοποίηση των τελικών
στοιχείων.
Το σύνολο των κριτηρίων χρειάζεται να είναι άμεσα
αναγνώσιμο ακόμη και από το όχι εξειδικευμένο Κοινό χωρίς, όμως, επιστημονικές
«εκπτώσεις». Οι υπάρχουσες μεθοδολογίες είναι πολλές. Ανάμεσά τους
περιλαμβάνονται οι: περιγραφικές Λίστες (checklists), overlays, Πίνακες (matrices), Δικτυώματα (networks). Κάθε μία από αυτές διαθέτει τη δική της
εκφραστικότητα και εναπόκειται στους μελετητές ή όσους αποφασίζουν σχετικά (και
μάλιστα με συνυπολογισμό και της δημόσιας κριτικής), να επιλέξουν την
καταλληλότερη. Καθόλου σπάνια αυτή η επιλογή είναι ακόμη και άμεσο προϊόν κοινωνικο-οικονομικών συσχετισμών.
Σε κάθε περίπτωση, καίριας σημασίας είναι το (επιλεγμένο) περιεχόμενο κάθε μιας
μεθοδολογίας. Τί, τελικά,
αναγνωρίζεται πως επιβάλλεται να είναι αντικείμενο λεπτομερέστερης εξέτασης;…
Βέβαια, όπως έχει αναφερθεί και στα προηγούμενα κεφάλαια, οι επιλογές δεν είναι
αιώνιες και αναλλοίωτες. Μέχρι σχετικά πρόσφατα στο πλαίσιο της ΕΕ, η ΠΠ ήταν
απλή δράση και όχι αποκρυσταλλωμένη πολιτική… Τώρα πια η Αειφορία πρέπει να
στηρίζεται σε: σύγχρονες διαχειριστικές μεθόδους, πλήρη πρόβλεψη των
επιπτώσεων, ευέλικτους μηχανισμούς ΕΠΕ (και ΕΠΟ), ολοκληρωμένους (και
κατασταλτικούς) ελέγχους. Τα διάφορα κριτήρια προστασίας και προσδιορισμού των
επιπτώσεων δεν είναι επίσης λογικό να παραμένουν ασυσχέτιστα και ως προς τις
συνηθέστερες (και κοινοτικά επίσημα αναγνωρισμένες) πηγές
σοβαρών προβλημάτων: Μεταφορές, Ενέργεια, Βιομηχανία, Γεωργία, Νοικοκυριά,
Τουρισμός, στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
·
Οι διαδικασίες, που οδηγούν σε
ΕΠΟ, συνεχώς θα πρέπει να βελτιώνονται, αφού έτσι κι αλλιώς, οι μελλοντικές
ανάγκες των γενιών, που καν δεν έχουν βγει στο προσκήνιο, είναι ουσιαστικά
άγνωστες. Οι ΕΠΕ, λοιπόν, θα χρειάζεται να βαθαίνουν και να εμπλουτίζονται
διαρκώς, υπηρετώντας ένα νέο πρόταγμα:
καλύτερη χρήση, ανανέωση και διατήρηση όλων
των φυσικών πόρων.
Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος (ΕΕΑ)
κωδικοποιεί πάντως και τους γενικότερους τρόπους συνυπολογισμού των
περιβαλλοντικών κριτηρίων, επιμένοντας ότι αυτοί είναι ανάγκη να ενσωματωθούν
στο σχεδιασμό και την εφαρμογή οικονομικών και τομεακών
πολιτικών. Μόνο έτσι φαίνεται εφικτή η ισορροπία μεταξύ ανθρωπίνων
δραστηριοτήτων και ΠΠ.
Η ΕΕΑ, επίσης, όπως δείχνει και η μελέτη σχετικών
της κειμένων, συναρτά την επιτυχία του συνόλου των νέων προσεγγίσεων στη ροή
και την ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών μεταξύ όλων των παικτών
(actors), συμπεριλαμβανόμενης της Κοινής Γνώμης ιδιαίτερα.
Μετά τη θεώρηση των μεθοδολογιών είναι ευκολότερη
και η χρήση του σχετικά απλού εργαλείου αξιολόγησης, που εισάγει στις συναφείς
διαδικασίες το Ερωτηματολόγιο της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ)
69269/5387/΄90. Η ΚΥΑ αυτή ενσωματώνει στην ελληνική έννομη τάξη το σύνολο των
προβλέψεων της γνωστής Οδηγίας, μεριμνά για την κατάλληλη κατάταξη των ποικίλων
έργων και δραστηριοτήτων σε ανάλογες κατηγορίες, εξειδικεύει το περιεχόμενο των
ΜΠΕ, καθορίζει το περιεχόμενο των Ειδικών ΜΠΕ και γενικώς εισάγει τις αναγκαίες
προσαρμογές και προς τις οικείες διατάξεις του κατ΄ εξοχήν εθνικού
περιβαλλοντικού Νόμου (1650/΄86). Στα «κεφάλαια», στα οποία αφιερώνει την
προσοχή του το Ερωτηματολόγιο (και φυσικά και ο εκάστοτε μελετητής),
περιλαμβάνονται: το έδαφος, ο αέρας, τα νερά, η χλωρίδα, η πανίδα, ο θόρυβος,
οι χρήσεις γης, οι φυσικοί πόροι, ο κίνδυνος εξαιρετικών καταστάσεων, ο
πληθυσμός, η κατοικία, οι Μεταφορές και η Κυκλοφορία, η Ενέργεια, η κοινή
ωφέλεια, η ανθρώπινη υγεία, η αισθητική, η αναψυχή, η πολιτιστική κληρονομιά
και οι περιοχές ειδικότερης προστασίας.
Οι επιμέρους παραγωγικές δραστηριότητες (ή έργα),
είναι προφανές, επιβάλλουν περισσότερο εξειδικευμένα κριτήρια από τα γενικώς
ισχύοντα. Για παράδειγμα, όταν πρόκειται για εξορυκτική δραστηριότητα, βασικό
κριτήριο έγκρισης αποτελεί η ρεαλιστική δυνατότητα αποκατάστασης του λατομικού
χώρου είτε ολοκληρωτικά, μετά την εγκατάλειψή του, είτε -πολύ προτιμότερο-
σταδιακά κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του.
Αν, πάλι, πρόκειται για οδικό έργο (π.χ. εθνικός
άξονας), λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός ότι αυτή η αναπτυξιακή επέμβαση στο
χώρο επηρεάζει αρκετό αριθμό περιοχών, αφού αναπτύσσεται σε μεγάλη (νοητή)
ευθεία γραμμή. Οι αναμενόμενες επιπτώσεις αφορούν: στην ατμόσφαιρα (καυσαέρια
οχημάτων), στο έδαφος και το υπέδαφος της περιοχής (η κατασκευή του δρόμου
επηρεάζει προφανώς τον εδαφικό πόρο αλλά και, π.χ., έμμεσα τη δίαιτα των
υπόγειων νερών), στην πανίδα και τη χλωρίδα (και κατά τη διάρκεια της
κατασκευής και κατά τη λειτουργία του), στο ακουστικό Περιβάλλον, στο ιστορικό
και πολιτιστικό Περιβάλλον, στην αισθητική του Τοπίου.
Οι Εγκαταστάσεις Επεξεργασίας Υγρών Αποβλήτων ή
Βιολογικοί Καθαρισμοί (ΒΙΚ) απαιτούν ανταπόκριση σε επίσης αρκετά ιδιαίτερα
περιβαλλοντικά κριτήρια. Διάθεση επεξεργασμένων λυμάτων, προσαγωγή
ανεπεξέργαστων λυμάτων, τήρηση αποστάσεων από άλλες λειτουργίες (άμεση
γειτνίαση του ΒΙΚ με οικισμό), ένταξη του ΒΙΚ στο Τοπίο, διάθεση στερεών
αποβλήτων, επιπτώσεις στην τοπική χλωρίδα (στη χώρα μας ο τόπος εγκατάστασης
των ΒΙΚ επιτυγχάνεται συνήθως με δέσμευση καλλιεργούμενης γης), πιθανότητα
αναπόφευκτων οσμών, στάθμη θορύβου.
Στις πτηνο-κτηνοτροφικές
μονάδες εξετάζονται τα πιθανά προβλήματα, που σχετίζονται με: την ύπαρξη νεκρών
ζώων, την παρουσία χημικών και βιολογικών ζωοτροφών, τις πλαστικές ή άλλες
συσκευασίες, τα απόβλητα των σφαγείων κλπ.
Ιδιαίτερη προσοχή αφιερώνεται, π.χ., στην άψογη
λειτουργία των κλωστοϋφαντουργικών μονάδων, αφού, αν αυτές διαθέτουν βαφεία-φινιριστήρια, τότε είναι και
πολλά τα υγρά τους απόβλητα. Αντίστοιχα έντονη είναι και η ηχητική όχληση,
ιδιαίτερα στον (εσωτερικό) εργασιακό χώρο αυτών των εγκαταστάσεων.
Διαφορετική «μεταχείριση» επιφυλάσσεται στις
Εγκαταστάσεις Αποθήκευσης Υγρών Καυσίμων. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις ρύποι
(αέριοι ή υγροί) καταγράφονται στο σύνολο των φάσεων διακίνησης του
προϊόντος: παραλαβή, αποθήκευση, άντληση, φόρτωση, τελική διακίνηση και διάθεση.
Οι σχετικές θεωρήσεις παραμένουν σύνθετες, αφού δεν λησμονείται πως τα μέσα,
που υπηρετούν μερικές από τις παραπάνω φάσεις, είναι και αυτά πολύμορφα:
δεξαμενόπλοια, αγωγοί, βυτιοφόρα
οχήματα…
Και οι τουριστικές εγκαταστάσεις απαιτούν την
εξέταση πλέγματος κριτηρίων, που σχετίζονται, πχ., με: την υδροδότηση, την αποχέτευση, τη
συνεπαγόμενη κυκλοφορία αυτοκινήτων, την αλλοίωση του Τοπίου. Διευκρινίζεται
πως στις τουριστικές εγκαταστάσεις συγκαταλέγονται, εκτός από τα «κλασικά»
ξενοδοχεία, και τα συνεδριακά Κέντρα, τα τουριστικά λιμάνια και τα κάμπινγκ.
Τα λιμενικά έργα έχουν ανάλογες δυσμενείς
επιπτώσεις στο Περιβάλλον και κατά την κατασκευή (βυθοκορήσεις, λήψη αδρανών) και κατά τη λειτουργία
τους (αυξημένη χερσαία κυκλοφορία, ξέπλυμα υφαλοχρωμάτων, απορρίμματα στη θάλασσα,
πετρελαιοειδή κατάλοιπα, ναυτικά ατυχήματα).
Τέλος, στην περίπτωση των υδατοκαλιεργειών (θαλάσσιες μονάδες, χερσαίες
δεξαμενές, ιχθυογενετικοί σταθμοί, χερσαίες εγκαταστάσεις υποστήριξης)
ιδιαίτερη προσοχή αφιερώνεται: στην άμεση ή έμμεση ρύπανση απ΄ τις τροφές, στην
ατεκμηρίωτη εισαγωγή μη ιθαγενών ειδών, που ανταγωνίζονται τα ντόπια και τα
επηρεάζουν δυσμενώς (νέες ασθένειες) και στον εκτοπισμό των αυτόχθονων ιχθυοπληθυσμών από τα «άτομα» που
διαφεύγουν απ΄ τις μονάδες.
Όπως επαρκώς τονίζεται, ακριβώς, και στο 6ο Κεφάλαιο: «η
καθιέρωση θεσμικών μέτρων προστασίας», η γνωστή Οδηγία δεν συνάντησε πλήρες
κενό στις χώρες-μέλη, όσον αφορά ήδη νομοθετημένες (λιγότερο ή πιο πολύ)
συναφείς διατάξεις. Ο εγχώριος Αναγκαστικός Νόμος 2520 του 1940, για
παράδειγμα, μεριμνά σαφώς και πρωτίστως για την ανθρώπινη υγεία. Όμως, έμμεσα ή και άμεσα παρεμβαίνει γενικότερα στο
Περιβάλλον και την ποιότητά του, δημιουργώντας παράλληλα και μία πολύχρονη και
εντυπωσιακά πλούσια παράδοση έκδοσης και εφαρμογής Υγειονομικών Διατάξεων (ΥΔ).
Ενός, δηλαδή, έκτοτε άκρως ευέλικτου εργαλείου στα χέρια της Διοίκησης.
Λόγου χάριν, η ΥΔ Ε1β/221 του 1965 αποτελούσε για
δεκαετίες την κατ΄ εξοχήν αποσυγκεντρωμένη
αρμοδιότητα, που παρείχε στους κατά τόπους (αρχικά διορισμένους) Νομάρχες τη
δυνατότητα να επιτρέπουν τη διάθεση κατάλληλα επεξεργασμένων υγρών
αποβλήτων σε κατάλληλους υγρούς αποδέκτες, στους οποίους και θα πρέπει
να εξασφαλίζονται και προδιαγραμμένα περιβαλλοντικά (υγειονομικά)
χαρακτηριστικά.
΄Οσον
αφορά, π.χ., στα απορρίμματα, πάλι ΥΔ ήταν αυτή, που αποκλειστικά, μέχρι
πρόσφατα, ρύθμιζε τις λεπτομέρειες σχετικά με τη συλλογή και τη διάθεσή τους
(ΥΔ Ε1β/301/΄64).
Και ο Ν. 743/΄77 (περί Προστασίας του Θαλάσσιου
Περιβάλλοντος) περιέχει διατάξεις σχετικές με την εκπόνηση κάποιου τύπου ΜΠΕ.
Αυτές ρύθμιζαν επίσης και την περιβαλλοντικά αποδεκτή διάθεση των αποβλήτων των
παράκτιων εγκαταστάσεων.
Ο Ν. 947/΄79 θέσπιζε «ΜΠΕ» στο πλαίσιο των Σχεδίων
Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης, τα οποία πάντως μάλλον περιορίστηκαν στο καθαρά
περιγραφικό επίπεδο.
Ο Ν. 360/΄76, διευκρίνισε,
με έναν τότε σύγχρονο τρόπο, έννοιες, όπως: Φυσικό και Πολιτιστικό Περιβάλλον,
χωροταξικό σχέδιο και πρόγραμμα. Ο νόμος αυτός προλείανε και το έδαφος για τον
Ν. 1032 του ΄80, που ίδρυσε το ΥΧΟΠ, το οποίο, αργότερα, «προήχθη» σε ΥΠΕΧΩ
& Δημοσίων Έργων.
Για πρώτη φορά, όσον αφορά στον Δευτερογενή Τομέα,
έχουμε συγκεκριμένες προβλέψεις για ΜΠΕ στο ΠΔ 1180/΄81. Οι παραγωγικές
μονάδες, οι περιλαμβανόμενες στα εκεί Παραρτήματα Α και Β, υποχρεούνται σε
υποβολή ΜΠΕ, ώστε να δύνανται να λάβουν άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας.
Συναφείς επιμέρους διατάξεις περιέχονται εξάλλου
και στους Νόμους: 998/΄79 (περί δασών), 1515, 1561/΄85 περί Οργανισμών
Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας του Περιβάλλοντος σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη
αλλά και στο ΠΔ 84/΄84, με το οποίο απαγορεύτηκε η εγκατάσταση οποιασδήποτε
νέας βιομηχανίας και βιοτεχνίας στην Αττική.
Απόλυτα προσανατολισμένες αλλαγές επέφερε ο Ν.
1650/΄86.
Εισήγαγε εξειδικευμένα άρθρα αναφορικά με
διαδικασίες και σχήματα, που θα ευνοούσαν την τελική λειτουργία της γνωστής
Οδηγίας της ΕΕ. Βασική απόρροια του «νόμου για το Περιβάλλον», σε συνδυασμό με
την κοινοτική Οδηγία, αποτελεί και η ΚΥΑ 69269/5387/΄90. Κοινή βέβαια
προσδοκία, όσων αξιολογούν τις κοινοτικές πρωτοβουλίες, είναι και η
αντικατάσταση της (εν μέρει τροποποιημένης) Οδηγίας του ΄85 από μία περισσότερο
εξελιγμένη, που θα προάγει την περιβαλλοντικά συμβατή χωροθέτηση
σχεδίων και προγραμμάτων και όχι απλών (σημειακών) μονάδων.
Αναντίρρητα ακόμα και αυτή η 85/337 υπήρξε πάντως
προϊόν πολλαπλών συζητήσεων, πιέσεων και «συναλλαγής» μεταξύ των ειδικών
αντιπροσώπων των κρατών-μελών. Ο ένας φοβόταν τον περιορισμό της εθνικής
κυριαρχίας, μέσω των κοινά αποδεκτών κανόνων, ο άλλος πίστευε ότι ο έμμεσος
περιορισμός της με κάθε τρόπο ασκούμενης αναπτυξιακής πολιτικής θα μείωνε την
ανταγωνιστική της δύναμη.
Η τελική αποδοχή της 85/337 σηματοδοτεί αναμφίβολα
μία τομή στα περιβαλλοντικά πράγματα της ΕΕ και κατ΄ επέκτασιν συνολικά της Ευρώπης.
Η Οδηγία, σε όλες τις χώρες ισχύος της, εφαρμόζεται
αυστηρότερα, συγκριτικά με άλλες συναφείς διατάξεις.
Στην Ελλάδα, αρκετά συχνά, γενικότερες υποχρεώσεις
της χώρας, ως προς διεθνούς εμβέλειας Συμβάσεις (π.χ. Ραμσάρ) δεν κατοχυρώθηκαν μέσω των αναγκαίων διοικητικών
μέτρων αλλά εξ αιτίας της διακηρυγμένης πρόθεσης της Διοίκησης να επιβάλει
κάποτε κάποια προστατευτικά μέτρα. Η πρόθεση αυτή αποθάρρυνε ικανοποιητικά τους
υποψήφιους επενδυτές στο να επιζητούν την εγκατάστασή τους πλησίον των υπόψη υγροβιοτόπων και τους κατηύθυνε στις πλησίον περιοχές, οι οποίες όμως σύντομα
μεταβάλλονταν σε κορεσμένες. Πάντως, δεν είναι τυχαίο ότι οι συντάκτες της ΚΥΑ
69269/5387/΄90, βρήκαν κατάλληλη την ευκαιρία να συμπληρώσουν τα κενά της
ανύπαρκτης εφαρμογής συγκεκριμένου χωροταξικού σχεδιασμού με ένταξη σε
διαδικασίες ΕΠΕ, ΜΠΕ και ΕΠΟ τεράστιου αριθμού περιπτώσεων, που υπερβαίνουν
υπερβολικά όσα δεσμευτικά ορίζει και η ίδια η Οδηγία.
Η Προέγκριση Χωροθέτησης (ΠΡΟΧΩ), μετά την παραπάνω
ΚΥΑ, αποτελεί πλέον συστατικό κομμάτι της ΕΠΕ και στην ουσία παρέχει την πρώτη
συγκατάθεση της Διοίκησης ως προς τον τόπο εγκατάστασης της υπό έγκρισιν παραγωγικής μονάδας (ή
έργου). Αργότερα ακολουθεί η ΕΠΟ, η οποία και καθορίζει πώς θα λειτουργεί η
μονάδα δίχως να επιβαρύνει το Περιβάλλον με τρόπο ανεπίτρεπτο. Ο «τρόπος»
αυτός, εκτός από την αυτονόητη περιβαλλοντική του συμβατότητα, διασφαλίζει
πολλαπλές παραμέτρους, όπως, π.χ., την εφαρμογή της «καλύτερης διαθέσιμης
τεχνολογίας, που δεν συνεπάγεται υπερβολικό κόστος» (BATNEEC).
Πριν από τη χορήγηση της ΕΠΟ καλείται να
τοποθετηθεί και η τοπικά αρμόδια Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, στην επικράτεια της
οποίας θα εγκατασταθεί η μελλοντική μονάδα. Σε επίπεδο Νομαρχιακού Συμβουλίου
(ΝΣ) έχει πλέον δικαίωμα και ο
πολίτης (μέσω και μίας ΜΚΟ) να
εκφράσει τις δικές τους απόψεις επί της προτεινόμενης αδειοδότησης (ΚΥΑ 75308/5512/΄90). Σχετική Οδηγία
(90/313) επιτρέπει μάλιστα την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών σε όποια στοιχεία
περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος διαθέτουν οι Δημόσιες Υπηρεσίες. Έτσι, η ανάλογη προπαρασκευή των πολιτών είναι σε μεγάλο
βαθμό εφικτή.
Για την καλύτερη οργάνωση των διαθέσιμων στοιχείων,
όσον αφορά στην εμπειρική έρευνα, χρησιμοποιήθηκαν και κάποιες συντομογραφίες.
ΧΡΑ είναι ο χρόνος, που μεσολαβεί μεταξύ κατάθεσης (στις Αρχές) της ΜΠΕ και της
έκδοσης της ΕΠΟ. ΧΡΒ είναι ο χρόνος ανάμεσα σε επίσημη ολοκλήρωση της ΠΡΟΧΩ και
τελική χορήγηση της ΕΠΟ. ΧΡΓ είναι το διάστημα, που παρέρχεται από την
ημερομηνία, που η αρμόδια Υπηρεσία αποστέλλει τη σχετική ΜΠΕ στο υπεύθυνο ΝΣ,
μέχρι την ημερομηνία που αυτό κοινοποιεί επίσημα την άποψή του. Τέλος, ΧΡΔ
είναι ο χρόνος μεταξύ αποστολής από το ΥΠΕΧΩΔΕ σε συναρμόδιες Υπηρεσίες άλλων
Υπουργείων, της υπόψη ΜΠΕ και επίσημης παραλαβής της απάντησης (άποψής) τους.
Το 7ο Κεφάλαιο, «η Ελληνική
εμπειρία», περιέχει το σύνολο της έρευνας, η οποία, τελικό στόχο έχει την
ουσιαστική αξιολόγηση του θεσμού των ΕΠΟ με βάση μεγάλο αριθμό τέτοιου είδους
υπηρεσιακών (τυπικά τουλάχιστον) Αποφάσεων.
Στην έρευνα (ΕΡ) δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου ΕΠΟ
του Δευτερογενούς και επιλέχθηκε να δοθεί το βάρος σε έργα υποδομής ή και άλλου
είδους οικονομικές δραστηριότητες (π.χ. τουρισμός). Έτσι,
οι σχετικές ΕΠΟ (305) προέρχονται αποκλειστικά από το πρωτόκολλο των συναφώς
αρμόδιων υπηρεσιακών σχημάτων του ΥΠΕΧΩΔΕ. Οι ΕΠΟ, οι τυχαία επιλεγείσες από το
προαναφερθέν υποσύνολο, αντιπροσωπεύουν το χρονικό διάστημα μεταξύ 10/2/92 και
10/5/00 και αντανακλούν τη διαχρονική τους λειτουργία από τις πρώιμες φάσεις
των νέων διαδικασιών μέχρι πια και την ωρίμανσή τους.
Όλες οι ΕΠΟ, όπως εισαγωγικά κωδικοποιούνται στην ΕΡ,
αφορούν σε 17 γενικότερες και 35 επιμέρους κατηγορίες έργων και δραστηριοτήτων.
Οι ειδικότερες κατηγορίες, που αντιπροσωπεύονται από το ελάχιστο μίας ΕΠΟ κατ΄
έτος, είναι 8 (από τις 35): Οδοποιία (ΟΔ), Βιολογικοί Καθαρισμοί (ΒΙΚ),
λιμενικό έργο: «ξενοδοχειακό», «αναψυχής» και «μαρίνα» (ΛΙΜΕΞ), λατομεία (ΛΑΤ),
ανόρυξη υδρογεώτρησης
(ΥΔΡΟΓΕΩ), ιδιωτικός οικισμός (ΙΔΟΙΚ), λιμενικά έργα (ΛΙΜΕΝ) και αερολιμενικά
έργα (ΑΕΡΟΛ). Αυτές οι 244 ΕΠΟ (81%) οδηγούν σε τελικά συμπεράσματα, τα οποία
άλλωστε αξιολογήθηκαν και επιβεβαιώθηκαν με «ελεγκτή» το υποσύνολο των
υπολοίπων 61 (19%).
Ήδη στα περί του Κεφαλαίου 6 εξηγείται η σημασία των
συμβολικών ονομασιών ΧΡΑ, ΧΡΒ, ΧΡΓ και ΧΡΔ. Ο τελικός καθορισμός της
ακριβέστερης χρονικής διάρκειάς τους μπορεί να προκύψει μετά από επιμελή
επεξεργασία των στοιχείων. Συνθέτουν όμως, αυτοί οι χρόνοι μία γενικότερη
εικόνα, μέσα στην οποία μπορεί, συμπερασματικά, να κατανοηθεί πιο ολοκληρωμένα
ο ρόλος των Υπηρεσιών, των επιχειρήσεων, των άλλων διοικητικών θεσμών,
συμπεριλαμβανόμενης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και των ίδιων των
πολιτών.
Η ΕΡ επιτρέπει και την καταγραφή του βαθμού
(προγραμματισμένης) εμπλοκής των Νομαρχιών στις διαδικασίες, που οδηγούν σε
ΕΠΟ. Δηλαδή, για πόσες ΜΠΕ ζητήθηκε η άποψη μιας τυχαίας ΝΑ; Σε τί είδους έργα αφορούσαν οι ΜΠΕ
αυτές;
Είναι προφανές ότι συγχρόνως προκύπτει και εικόνα
σχετική με την (καθαρά έμμεση) εμπλοκή και των ίδιων των (13) Περιφερειών της χώρας, αφού οι ΝΑ, που τις «συγκροτούν», παρεμβαίνουν άμεσα.
Πάντως, όπου οι οικείες διατάξεις περιορίζουν εκ
προοιμίου τη διάρκεια των προθεσμιών, τότε, στο πλαίσιο της ΕΡ, διακρίνουμε:
χρόνο διαπιστωμένο («διαπιστ.»)
απ΄ τα διαθέσιμα στοιχεία και χρόνο ακριβώς, θεσμικά προβλεπόμενο («θεσμοθετ.»). Οι συγκρίσεις μεταξύ
«διαπιστ.» και «θεσμοθετ.» είναι εύγλωττες.
Διευκρινίζεται πως σε έργα διανομαρχιακού χαρακτήρα
υπάρχει η πιθανότητα αυτά στο σύνολό τους να αντιμετωπίζονται και να κρίνονται
τελικά, διαφορετικά από ΝΑ σε ΝΑ. Ένας οδικός άξονας
πολλών δεκάδων χιλιομέτρων εξετάζεται από μία ΝΑ, όσον αφορά στο τμήμα του, που
«διαρρέει» την επικράτειά της, όμως -λογικά- αντικείμενο προβληματισμού
αποτελεί και ολόκληρος ο άξονας, ως ένα λειτουργικά ενιαίο έργο. Επίσης,
πιθανόν για ένα λειτουργικά ενιαίο έργο να εκφέρονται δύο ή και περισσότερες
απόψεις για ανάλογα τμήματά του (π.χ. άλλη άποψη για μία μεγάλη ξενοδοχειακή
μονάδα, άλλη για την απολύτως συναρτημένη της μαρίνα).
Μερικές από τις κατηγορίες απαντήσεων-αποφάσεων ΝΑ,
που καταγράφηκαν, είναι και: «θετική», «κατά πλειοψηφία θετική», «ομόφωνα
θετική», «ομόφωνα αρνητική», «προτείνεται εναλλακτική λύση», «αδιευκρίνιστη»,
«διαβιβάζονται ενστάσεις κατοίκων και ΜΚΟ» και «θεωρείται θετική». Τον
τελευταίο χαρακτηρισμό παίρνουν όλες οι εκείνες οι περιπτώσεις όπου είτε οι ΝΑ
δεν απάντησαν εμπρόθεσμα είτε και αδιαφόρησαν παντελώς.
Στην κατηγορία ΟΔ κυριάρχησε η απάντηση: «ομόφωνα
θετική» (45%), οι δε κάθε είδους «θετικές» απαντήσεις, αθροιστικά,
φτάνουν το 84%. Συμμετοχή στη διαδικασία είχαν 40 ΝΑ (με πρώτη τη Φθιώτιδα) και
12 Περιφέρειες (με πρώτη την Πελοπόννησο).
Τις 27 από τις 86 ΕΠΟ εισηγήθηκε ένας από
τους τελικά 5 υπάλληλους (Υ). Όλες υπεγράφησαν από 12
διαφορετικά υψηλά στελέχη (ΣΤΛ) της ιεραρχίας των συναρμόδιων Υπουργείων.
Στην κατηγορία ΒΙΚ το Υπουργείο Υγείας καθυστέρησε
σημαντικά στο να αποστείλει τις παρατηρήσεις του (5 μήνες). Για 48 περιπτώσεις
δεν διευκρινίζεται επακριβώς η θέληση των ΝΑ, ενώ ομόφωνα θετικές ήταν οι 15
απαντήσεις.
Παρούσες στις σχετικές διαδικασίες είναι 36 ΝΑ, με
πρώτες τις «τουριστικές» Κυκλάδες (9). Αν μιλάμε για Περιφέρειες τότε
διαπιστώνουμε πως σε ανάλογα προγράμματα (ΒΙΚ) συμμετέχουν όλες, με πρώτη
εκείνη του Νότιου Αιγαίου (15).
Τις 63 από τις 78 ΕΠΟ χειρίστηκε ένας Υ (από τους
4). Όλες υπεγράφησαν από 10 ΣΤΛ.
Οι εξάρσεις, που καταγράφηκαν, λίγο πριν και κατά
την έναρξη του ΚΠΣ ή λίγο πριν και μετά τη λήξη του, εξηγούνται ποικιλότροπα.
Πάντως, με σαφήνεια ξεχωρίζουν τα έτη 1994 και 2000.
Το 1994 (14 ΕΠΟ), αθροιστικά, εγκρίθηκαν: «εποχιακά
μέγιστος εξυπηρετούμενος πληθυσμός στην πρώτη φάση λειτουργίας του εκάστοτε
ΒΙΚ» (ΠΛΗΘ) 690.600 κάτοικοι και «μέγιστη μέση ημερήσια παροχή λυμάτων προς
επεξεργασία» (ΠΑΡ) 168.525 m3/d.
Το 2000 (7 ΕΠΟ στο α΄ εξάμηνο) οι αριθμοί ήταν:
ΠΛΗΘ = 477.700 κάτοικοι και ΠΑΡ = 93.846 m3/d.
Αντίθετα, το 1997 (16 ΕΠΟ) τα μεγέθη περιορίστηκαν
σε ΠΛΗΘ = 224.546 κάτοικοι και ΠΑΡ = 54.463 m3/d.
Στην κατηγορία ΛΑΤ από τις 21 ΕΠΟ οι 12 πιστοποιούν
ομόφωνα θετική απάντηση των ΝΑ, που ρωτήθηκαν. Μόνο 14 ΝΑ είχαν ενεργό εμπλοκή
(με πρώτες τις Κυκλάδες), ενώ από τις 10 εκπροσωπούμενες Περιφέρειες πρώτη
είναι του Νότιου Αιγαίου. Εκεί, η συνολικά εγκριθείσα έκταση χώρων
εκμετάλλευσης (και οι τρεις ΕΠΟ αφορούν στη Μήλο!) ξεπερνάει τα 756.400 τ.μ. Σε
σύγκριση αναφέρεται η Π. Βόρειου Αιγαίου με περίπου 40.000 τ.μ. Βρέθηκε επίσης
ότι οι 21 ΕΠΟ «προδιαγράφουν» για την αποκατάσταση όλων των «τοπίων» λατόμευσης το ποσόν των 730 εκατομ. δρχ. συνολικά.
Στην κατηγορία ΛΙΜΕΞ και επί 17 ΕΠΟ, είχαμε ομόφωνα
θετική τη νομαρχιακή έγκριση των συναφών ΜΠΕ. Οι 13 ΝΑ, που συμμετείχαν,
συγκαταλέγονται μεταξύ των κατ΄ εξοχήν τουριστικών της χώρας, ενώ ανάμεσα στις
σχετικές (8) Περιφέρειες ξεχωρίζουν εκείνες του Ιονίου και του Ν. Αιγαίου.
Μεταξύ των χρόνων ΄97 και ΄00 τεκμηριώνεται και η
ετήσια έγκριση 202 θέσεων ελλιμενισμού ανά ΕΠΟ.
Τις 11 ΕΠΟ (από τις συνολικά 17) εισηγήθηκε ένας
απ΄ τους τελικά 2 Υ. Όλες ανεξαίρετα υπεγράφησαν
αποκλειστικά από τους τρεις Υπουργούς: ΠΕΧΩΔΕ, Εμπορικής Ναυτιλίας και
Ανάπτυξης
Στην κατηγορία ΙΔΟΙΚ και οι 12 ΕΠΟ (και οι
προηγηθείσες ΜΠΕ) έλαβαν γενικώς θετική γνωμοδότηση απ΄ τα ΝΣ των Νομαρχιών. Η
απόχρωση διαφέρει όχι όμως και η συνολική αξιολόγηση, αφού 2 απαντήσεις ήταν θετικές,
3 κατά πλειοψηφίαν θετικές
και 7 ομόφωνα θετικές. Οι εμπλεκόμενες ΝΑ περιορίζονται σε 6 (με πρώτες
τις Κυκλάδες), ενώ «πρωταθλήτρια» αναδεικνύεται και πάλι η Περιφέρεια του Ν.
Αιγαίου σε συνολικά 5 Π. Το άθροισμα των «εγκριθέντων» μελλοντικών κατοίκων
ανέρχεται στα περίπου 10.000 άτομα, ενώ η αντίστοιχη έκταση αγγίζει τα 2.500
στρέμματα. Μοναδικός υπογράφων, λογικά, όλες τις ΕΠΟ της κατηγορίας αυτής είναι
ο Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ και συγκεκριμένα ο Κ. Λαλιώτης. Τις 8 (από τις 12) ΕΠΟ
χειρίστηκε άλλωστε ένας Υ από συνολικά τρεις.
Και στην κατηγορία ΥΔΡΟΓΕΩ η κυρίαρχη
άποψη-απάντηση των ΝΑ επί των κρινομένων
ΜΠΕ, ήταν -κυρίως- ομόφωνα θετική. Οι εμπλεκόμενες ΝΑ είναι ελάχιστες, μόλις 5.
Άλλη μία απόδειξη ότι η υδρογεώτρηση είναι δραστηριότητα, της οποίας η
ανάληψη αποφεύγεται συστηματικά να δηλωθεί, αφού μπορεί και γίνεται ανεκτή η
«ελεύθερη» εκτέλεσή της ή αυτή στέκεται πρακτικά αδύνατον να ελεγχθεί έγκαιρα.
Οι Περιφέρειες, που, πάντως, εκπροσωπούνται, είναι μόλις 2: Δ. και Κ.
Μακεδονίας.
Στην κατηγορία ΛΙΜΕΝ η συντριπτική πλειοψηφία των
νομαρχιακών απαντήσεων είναι «ομόφωνα θετική». Οι εμπλεκόμενες ΝΑ δεν ξεπερνούν
τις 7, ενώ οι ανάλογες Περιφέρειες ανέρχονται σε 5, τεκμηριώνοντας και την
έντονη διασπορά αυτών των έργων.
Τις 8 (από 9) ΕΠΟ συνέταξε ένας υπάλληλος
των κεντρικών Υπηρεσιών του ΥΠΕΧΩΔΕ. Τη διάρκειά τους την όρισε στα περίπου
(κατά Μ.Ο.) 10,5 έτη ανά ΕΠΟ.
Στην κατηγορία ΑΕΡΟΛ, η δοθείσα απάντηση ενός
βασικά συναρμόδιου Υπουργείου (ΥπΠΟ)
χρειάστηκε γύρω στους 7 μήνες, ενώ οι ΝΑ τοποθετήθηκαν ομοφώνως θετικά σε όλες
τις περιπτώσεις. Η συχνότερα εμπλεκόμενη ΝΑ είναι των Δωδεκανήσων και η
αντίστοιχη Περιφέρεια του Ν. Αιγαίου.
Ένας υπάλληλος εισηγήθηκε και τις 9 ΕΠΟ, χορηγώντας
τους διάρκεια περίπου 10 ετών ανά έγκριση. Πάντως, τις οριστικές ΕΠΟ υπέγραψαν
οι Υπουργοί ΠΕΧΩΔΕ, Πολιτισμού και Μεταφορών και Επικοινωνιών.
Τελικά, ο ΜΟ όλων των «διαπιστ.» ΧΡΑ υπολογίστηκε σε 12,5 μήνες, ενώ ο «θεσμοθετ.» περιορίζεται στους 2.
Σε πιο «καθυστερημένη» κατηγορία αναδεικνύονται οι ΒΙΚ και σε πιο «γρήγορη» οι
ΥΔΡΟΓΕΩ.
Ο «διαπιστ.»
ΧΡΒ ξεπερνάει τους 18 μήνες (1,5 έτος) και αναδεικνύει έτσι ακόμα πιο έντονα
τους προβληματισμούς ποικίλων προελεύσεων. Σε κάθε περίπτωση, μεγαλύτερες
καθυστερήσεις εμφανίζουν οι ΙΔΟΙΚ και αισθητά λιγότερες τα ΛΙΜΕΝ.
Ο «διαπιστ.»
ΧΡΓ βρέθηκε τριπλάσιος του «θεσμοθετ.»
(1 μήνας).
Μεγαλύτερος καθυστερημένος η κατηγορία ΛΑΤ και
συγκριτικά «γρηγορότερες» οι ΙΔΟΙΚ και ΛΙΜΕΝ.
Ο «διαπιστ.»
ΧΡΔ δεν είναι και πολύ κακός αφού μόλις κατά μισό μήνα ξεπερνάει τον «θεσμοθετ.» (2 μήνες). Σε
καθυστερήσεις προηγείται σαφώς το Υπουργείο Υγείας
(και Πρόνοιας) με 5 μήνες, ενώ το Υπουργείο Ανάπτυξης προφανώς είναι το
ταχύτερο (1 μήνας).
Οι ΝΑ στη συντριπτική τους πλειοψηφία απεφάνθησαν,
σε όλες τις κατηγορίες, «ομοφώνως θετικά», ενώ συχνή είναι και η αδιευκρίνιστη
πρόθεσή τους (τουλάχιστον ως απουσία ρητής αναφοράς στις ΕΠΟ). Παντελώς και ακούσια
απούσες από κάθε διαδικασία ήταν πάντως, οι ΝΑ Πέλλας, Φλώρινας και Βοιωτίας.
Από πλευράς 13 Περιφερειών δεν σημειώνεται κάποια απουσία. Καχεκτική παρουσία
έχει όμως αναμφίβολα η Π. Δυτικής Ελλάδας (11 ΕΠΟ) και πλέον εύρωστη οι
Περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας και Νότιου Αιγαίου (από 36 ΕΠΟ η κάθε μία). ΄Οσον αφορά στις εισηγήσεις, μόλις
5 Υ συνέταξαν περίπου 90 ΕΠΟ (επί του συνόλου των ‘244’).
Στο 8ο Κεφάλαιο ολοκληρώνονται οι
παρατηρήσεις και αποκρυσταλλώνονται τα συμπεράσματα, που
προκύπτουν από τη θεωρητική ανάλυση αλλά και από την ΕΡ.
Από τις βασικότερες διαπιστώσεις είναι και η κακή
ποιότητα των ΜΠΕ, που νομοτελειακά φράζουν το δρόμο προς αρτιότερες ΕΠΟ. Είναι
γενικόλογες ή αφόρητα λεπτομερείς (μεταθέτοντας έτσι τους προβληματισμούς
«εκτός θέματος»), αποτελούν, όχι σπάνια, πρόχειρο προϊόν αντιγραφής και είναι
και απορίας άξιον πώς αυτές δεν απορρίπτονται ακόμα συχνότερα ασυζητητί από τις
Υπηρεσίες, που τις θεωρούν.
Οι «παράγωγες» ΕΠΟ δεν περιέχουν επακριβώς
προσδιορισμένα και εξατομικευμένα κατώφλια και κλίμακες, όσον αφορά την
«επιτρεπτή» ρύπανση κι έτσι περίπου υπονομεύουν οποιαδήποτε απόπειρα
ουσιαστικού ελέγχου εφαρμογής. Άλλωστε δεν υφίστανται
και επαρκώς ανάλογα ειδικά τεύχη (για τον υποψήφιο επενδυτή και τον μελετητή
του), που θα ανέλυαν εκ προοιμίου τις όποιες δεσμεύσεις και αναγκαιότητες. Τα «σούρτα-φέρτα» στις Υπηρεσίες μοιάζουν αναπόφευκτα.
Τα συνεπαγόμενα μέτρα περιβαλλοντικής Προστασίας
ούτε προφανή είναι ούτε κωδικοποιούνται εύχρηστα, ώστε να καθίσταται εφικτή και
η παρακολούθησή τους. ΄Αλλωστε
για πολλές Υπηρεσίες αλλά και μεταξύ των διαφόρων μελετητών είναι ακόμα (συχνά)
ομιχλώδης και αυτή η αλληλουχία των αναγκαίων Μελετών και Εγκρίσεων. Πάντως,
στο πνεύμα και το γράμμα των ελληνικών ρυθμίσεων η φάση του ελέγχου εφαρμογής
είναι μάλλον αποστεωμένη και παραπέμπεται στο μέλλον μαζί με την ίδρυση ή
ενεργοποίηση συναφών Σωμάτων (λόγου χάριν Ελεγκτών του Περιβάλλοντος).
Αυτό δεν σημαίνει πως οι υπάρχουσες ΕΠΟ μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν κάτι
περισσότερο από καλής προθέσεως γενικά ευχολόγια, που κυριολεκτικά επαφίονται στον πατριωτισμό των
Ελλήνων. Άλλωστε αποφεύγουν να ονοματίσουν με
μονοσήμαντο τρόπο τους ενδεχόμενους αλλά συγκεκριμένους υπεύθυνους για τις
περιπτώσεις περιβαλλοντικής αστοχίας, επιτείνοντας έτσι τη διάχυτη αβεβαιότητα.
Μέσω της ΕΡ πιστοποιείται όμως και η αναμφίβολη νωχελικότητα, με την οποία οι
ποικίλοι συναρμόδιοι τηρούν τις προδιαγραμμένες προθεσμίες
των διαδικασιών ΕΠΕ (και ΕΠΟ).
Η πολλαπλά διαπιστωμένη απουσία ευέλικτης Δημόσιας
Διοίκησης ξαναδιαπιστώνεται
και αποδίδεται σε αυτούς, που την κατευθύνουν και λιγότερο σε όσους την
υπηρετούν: 7 μόνον υπάλληλοι (μεταξύ τους και δύο Προϊστάμενοι) διεκπεραίωσαν
το 83% των ‘244’ ΕΠΟ…
Πάντως, ο χαμηλός βαθμός τήρησης των προβλεπομένων
προθεσμιών ίσως τελικά παραπέμπει και στην ανάγκη αυτές να επανεξεταστούν σε
ένα πλαίσιο γενικότερης αποτελεσματικής αναδιοργάνωσης των διαδικασιών.
Βέβαια, υφίστανται και προθεσμίες «ανοιχτής
ημερομηνίας», όπως ακριβώς είναι το διάστημα μεταξύ χορήγησης της ΠΡΟΧΩ και
λήψης της ΕΠΟ. Αυτή, για παράδειγμα στην κατηγορία ΙΔΟΙΚ, αγγίζει και τους 25
μήνες, δίχως επισήμως να ενοχλείται κανείς. Όμως και
η απλή προσέγγιση του όλου πλέγματος των υφιστάμενων διαδικασιών θα έπειθε ότι
τέτοια χρονική επιμήκυνση δεν θα έπρεπε να γίνεται αποδεκτή.
Ασφαλής αιτία καθυστερήσεων είναι σαφώς και η Κοινή
Γνώμη. Δεν είναι δεδομένο ότι σε όλες τις περιστάσεις δικαιολογημένα απορρίπτει
κάθε είδους επέμβαση στο χώρο. Είμαστε άλλωστε στον «αστερισμό» του Build Absolutely Nothing Anywhere Near Anybody και εύκολα αποδεκτά δεν γίνονται ούτε έργα, π.χ. βιομηχανικής ανάπτυξης
ούτε έργα αντιρρύπανσης
(ένας ΒΙΚ).
Φυσικά, οι πολίτες δεν φαίνεται να διευκολύνονται
στην άσκηση του κατοχυρωμένου τους δικαιώματος, όσον αφορά στην έγκαιρη
τοποθέτησή τους επί των προτεινομένων χωροθετήσεων
σε επίπεδο ΝΣ. Το γραφειοκρατικό κλίμα της Κεντρικής Διοίκησης έχει μεταλαμπεδευτεί και στη ΝΑ. Τα
αρμόδια ΝΣ έχουν άλλωστε φόρτο εργασίας και μηδαμινή επιστημονική υποστήριξη.
Χαρακτηριστικά, επί του συνόλου των συγκριτικά ολιγάριθμων απορριπτικών
απαντήσεων των Νομαρχιών, μόλις 2 συνοδεύοντο
και από συγκεκριμένα προτεινόμενες εναλλακτικές λύσεις.
Καταληκτικά, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται και η
σταδιακή αποδοχή από την ΕΕ της θεμελιώδους σκέψης ότι μία οριζόντια πολιτική
περιβαλλοντικής προστασίας, στηριγμένης στην πρόβλεψη και την πρόληψη, μπορεί
να φέρει ακόμα και πολύ θετικά οικονομικά αποτελέσματα. Η προβολή, σε επίπεδο
ΟΗΕ αλλά και άλλων Οργανισμών (ή οικονομικών «συμμαχιών»), της αξίας της Αειφορίας
θα είναι το χαρακτηριστικό πολλών από τις εθνικές ή διακρατικές επιλογές σε
ποικιλία τομέων στο τέλος του 20ου και στις αρχές του τρέχοντος αιώνα. Οι
εχθροί της την χαρακτηρίζουν δούρειο ίππο της (καπιταλιστικής) Ανάπτυξης
και οι φίλοι της πρόσφορη ευκαιρία ανασύνταξης και καινούργιων
προσανατολισμών.
Η Κοινοτική Οδηγία δεν τεκμηριώνεται πάντως, ότι
επιδιώκει την ολοκληρωμένη (integrated) περιβαλλοντική πρόνοια. Περισσότερο, μέχρι τώρα,
μέσω και των σημειακών της μόνο χωροθετήσεων,
ευνοεί την Προστασία του Περιβάλλοντος τύπου: end of pipe. Την αλλαγή θα έφερνε αναμφίβολα η διαδικασία Strategic Environmental Assessment (SEA).
Σήμερα στην ΕΕ δεν μπορεί να ειπωθεί ότι επικρατεί
περιβαλλοντική συναντίληψη.
Η Οδηγία, έχει καταδειχθεί, ήταν τελικός κοινός ελάχιστος συμβιβασμός
των μελών. Πάντως, και η προφανής καθυστέρηση εισαγωγής μίας
αποτελεσματικής διαδικασίας SEA δεν προμηνύει καλά.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν και απαξίωση των διαδικασιών,
που εισήγαγε η Οδηγία στην ελληνική πραγματικότητα. Όταν
μάλιστα αυτή συμπλήρωσε οργανικά κενά, που διαπιστώνονταν στο ήδη υφιστάμενο
πλέγμα διατάξεων περιβαλλοντικής Προστασίας. Αλλά, η ενσωμάτωση της 85/337
αντιμετωπίστηκε συγκυριακά και επέβαλε τον έλεγχο τεράστιου πλήθους
παραγωγικών δραστηριοτήτων, τελικά όμως σε βάρος της ποιότητας αυτού του
ελέγχου. Έτσι, οι ΕΠΟ, που φιλοδόξησαν να αποτελέσουν
το εύχρηστο και ενοποιητικό «ντοκουμέντο» όλων των αδειοδοτικών προϋποθέσεων μιας περιβαλλοντικά
συμβατής επένδυσης, κατέληξαν σε περίπου κενό γράμμα. Σε συχνό άλλοθι
πως όλα έγιναν προδιαγραμμένα και με την ουσιαστική συμμετοχή μάλιστα των ίδιων
των ενδιαφερομένων πολιτών.
Οι ΕΠΟ αποτελούν όμως άλλον ένα αδιάψευστο καθρέφτη
μιας στρεβλής πορείας προς την Αειφορία ή μάλλον μίας μη πορείας. Αυτή η
εξέλιξη συνεπικουρείται και από την καθυστέρηση στην υιοθέτηση μιας ακόμα πιο
αποτελεσματικής πολεοδομο-χωροταξικής
στρατηγικής.
Η ΚΥΑ 69269/5387/΄90 σύντομα θα προκαλέσει και το
αναμενόμενο κύμα αναθεωρήσεων των κατά καιρούς χορηγηθεισών ΕΠΟ, των οποίων η χρονική ισχύς, σε πολλές
περιπτώσεις, βαίνει ήδη προς τη λήξη της.
Ζωτικής σημασίας είναι πλέον οι αναγκαίες
μεταρρυθμίσεις σε θεσμικό και οργανωτικό επίπεδο αλλά και στο πεδίο
ενεργοποίησης του ποσοτικά και ποιοτικά απαιτούμενου στελεχικού δυναμικού.
Η αλλαγή νοοτροπίας συνολικά των συντελεστών του κοινωνικο-οικονομικού γίγνεσθαι
είναι απαράβατη προϋπόθεση, όπως, φυσικά, και η συνειδητή ενδυνάμωση της
Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης.