Δραστηριότητες ΜΚΟ - ΠΟ

Εισαγωγή

Βασικός στόχος της έρευνας είναι η καταγραφή και αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης στον χώρο των ΜΚΟ - ΠΟ.

Κατά την διερεύνηση του θέματος, πλην της καταγραφής των εμπλεκομένων με το περιβάλλον φορέων, της προσφυγής σε βιβλιογραφικές πηγές και τυχόν διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, διεξήχθη επιτόπια έρευνα με την συμπλήρωση ερωτηματολογίων κατόπιν προσωπικών συνεντεύξεων με εκπροσώπους των ΜΚΟ - ΠΟ.

Στην, κατά το δυνατόν πλήρη, χαρτογράφηση του χώρου των ΜΚΟ παρουσιάστηκαν συγκεκριμένα προβλήματα, αφ’ενός εντοπισμού και αφετέρου ταξινόμησης των οργανώσεων.

Για την πλήρη καταγραφή των δραστηριοποιούμενων ΠΟ χρησιμοποιήθηκε το αρχείο του ΕΚΒΥ. Παράλληλα αποδελτίωση περιβαλλοντικών εντύπων, οι προσωπικές επαφές των ερευνητών με τον χώρο των ΠΟ και η ροή πληροφόρησης από τις ίδιες τις οργανώσεις που εν τω μεταξύ δημιουργήθηκε, ολοκλήρωσαν την εικόνα του χώρου.

Όσον αφορά την ταξινόμηση των οργανώσεων επί τη βάσει του αντικειμένου ενασχόλησης τους, πρόβλημα δημιούργησαν οι πολλαπλές δραστηριότητες που ήταν καταγραμμένες ως αυτόνομες δράσεις με αποτέλεσμα να εμφανίζεται μεγαλύτερος από τον πραγματικό, ο αριθμός των οργανώσεων π.χ. μια οργάνωση πού εκδίδει περιβαλλοντικού περιεχομένου έντυπο εμφανιζόταν ως δύο οργανώσεις (μία η οργάνωση και μία το έντυπο).

Μετά τη διαλεύκανση τέτοιων περιπτώσεων κατεγράφησαν συνολικά 196 οργανώσεις, εκ των οποίων οι 83 εδρεύουν στην Αθήνα (το 42,3%), 11 στη Θε/νίκη (το 5,6%) και 102 στη Λοιπή Ελλάδα (το 52%).

Για την παρουσίαση και ανάλυση των ευρημάτων της έρευνας επελέγη μεθοδολογικά ο διαχωρισμός σε Α-Θ-Ε, καθ’οσον διαπιστώθηκε ότι οι τρεις αυτές υποδιαιρέσεις συγκροτούν αυτόνομες εν πολλοίς κατηγορίες με διακριτά χαρακτηριστικά και έντονες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, όσον αφορά τις διερευνώμενες συνιστώσες της συνολικής φυσιογνωμίας τους.

α) Νομική Μορφή Οργάνωσης

Η επιλεγόμενη νομική μορφή οργάνωσης παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά στο Ν. Αττικής και στη Ν. Θεσσαλονίκη, όπου παρατηρείται ισοκατανομή μεταξύ ΑΜΚ και Συλλόγων / Σωματείων.

Συγκεκριμένα 34 οργανώσεις του Ν. Αττικής έχουν την μορφή ΑΜΚ και 35 οργανώσεις την μορφή Συλλόγου, ενώ αντιστοίχως και στο Ν. Θεσσαλονίκης 7 έχουν την μορφή ΑΜΚ και 4 την μορφή Συλλόγου.

Στην υπόλοιπη Ελλάδα αντιθέτως κυριαρχεί η μορφή του Συλλόγου ( 55 από τις 100 οργανώσεις ) έναντι της της ΑΜΚ (29 οργανώσεις).

Επί του συνόλου τα σχετικά μερίδια διαμορφώνονται σε:

36,8% ΑΜΚ, 49,5% Σύλλογοι και 9,5% άτυπες συνεργασίες, όσον αφορά την τωρινή νομική μορφή, ενώ κατά την αρχική τα σχετικά μερίδια ήταν 26,2% ΑΜΚ, 41,5% Σύλλογοι και 23,1% άτυπες συνεργασίες.

Παρατηρείται επί του συνόλου η τάση ν’ αποκτά η οργάνωση θεσμοποιημένο χαρακτήρα (από 45 άτυπες συνεργασίες στην αρχική μορφή, στην τωρινή είναι μόνο 18) και μάλιστα να ενισχύεται η επιλογή της ΑΜΚ (από 51 οργανώσεις στην αρχική μορφή ανέρχονται σε 70).

Το φαινόμενο της καταστατικής συγκρότησης των άτυπων συνεργασιών υπό μορφήν ΑΜΚ τροφοδοτούν κυρίως οι επαρχιακές ΠΟ (από 17 ΑΜΚ έγιναν 29). Συγκριτικά πλεονεκτήματα για την επιλογή της μορφής ΑΜΚ αποτελούν:

α) αφ’ ενός η ευχέρεια σύστασης της εταιρείας χωρίς τη δέσμευση ύπαρξης συγκεκριμένου αριθμού μελών, όπως αντιθέτως συμβαίνει προκειμένου περί Συλλόγου ή Σωματείου.

Β) αφ’ ετέρου η ευελιξία που χαρακτηρίζει τέτοιας μορφής σχήματα στη συγκέντρωση των μελών, την λήψη αποφάσεων και την υλοποίηση τους.

Αντιθέτως μειονεκτήματα αποτελούν: α) ο ασαφής και ρευστός προσδιορισμός του θεσμικού καθεστώτος που διέπει την λειτουργία τους, η οποία ως εκτούτου υπόκειται σε συνεχείς μεταβολές, όσον αφορά θέματα διοίκησης και διαχείρησης, φορολογικών χειρισμών και ρυθμίσεων, λήψης χορηγιών και δωρεών κ.λπ.

β) ο αναγκαστικός διαχωρισμός της ιδιότητας του μέλους / εταίρου ΑΜΚ από την ιδιότητα του μέλους - φίλου οδηγεί συχνά στη διαμόρφωση σχέσεων με την οργάνωση δύο ταχυτήτων, με λογικό επακόλουθο ν’ατονεί το ενδιαφέρον και να χαλαρώνουν οι δεσμοί των μελών με την οργάνωση.

Αντιθέτως η παραδοσιακή συγκρότηση υπό μορφήν Συλλόγου ή Σωματείου επιλέγεται συχνότερα στις εξής περιπτώσεις:

α) της μετεξέλιξης τοπικών συλλόγων με θεματικό αντικείμενο που εκτείνεται σε μεγάλο εύρος κοινωνικών δραστηριοτήτων (τέχνη / πολιτισμός, αθλητισμός, φυσιολατρία κ.λπ.) σε συλλόγους προστασίας περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς.

β) της μετεξέλιξης σε θεσμοποιημένο φορέα, επιτροπών άτυπου χαρακτήρα και συντονιστικού ρόλου που κατ’αρχήν συγκροτούνται για την αντιμετώπιση τοπικών περιβαλλοντικών προβλημάτων.

Πλεονέκτημα για αυτήν την μορφή συγκρότησης αποτελεί η δημιουργία της αίσθησης συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για ευρύτερο κύκλο ατόμων περί τον βασικό ιδρυτικό πυρήνα, εν αντιθέσει με τις ΑΜΚ που δημιουργούν την εντύπωση κλειστής ομάδας, με ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς, δύσκολα προσβάσιμης.

Αντιθέτως μειονέκτημα για τους Συλλόγους / Σωματεία αποτελεί η κατατριβή σε χρονοβόρες διαδικασίες συνεδριάσεων και λήψης αποφάσεων, οι επαναλαμβανόμενες κλήσεις σε Γεν. Συνέλευση χωρίς την επίτευξη της αναγκαίας απαρτίας κ.λπ. προβλήματα που ως γνωστών χαρακτηρίζουν τέτοιας μορφής σχήματα.

β) Οργανώσεις - Μέλη Ευρύτερου Σχήματος

Επί του συνόλου των οργανώσεων το 21,1% συνδέεται οργανωτικά με ευρύτερο σχήμα. Κατά κατηγορία οι οργανώσεις της Αττικής συμβάλλουν κατά το μέγιστο στη διαμόρφωση αυτής της εικόνας, εφ’όσον 26 οργανώσεις (το 31,3% του συνόλου Αττικής και το 63,4% των συνδεδεμένων) είναι μέλη ευρύτερου σχήματος. Αντιθέτως μόλις μια οργάνωση του Ν. Θεσ/νίκης και 14 της Λοιπής Ελλάδας συμμετέχουν σε ευρύτερα σχήματα, γεγονός που υποδηλώνει πως κέντρο των ζυμώσεων για την συσπείρωση και οργανική συγκρότηση των επιμέρους σχημάτων παραμένει η περιοχή της πρωτεύουσας.

γ) Υποδομές

Όσον αφορά τον χώρο στέγασης των δραστηριοτήτων των οργανώσεων, η εικόνα παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά για το σύνολο της χώρας. Μόλις το 2,3% των οργανώσεων διαθέτει ιδιόκτητο χώρο, ενώ η ενοικίαση (35,6%), η παραχώρηση (19,2%) και η φιλοξενία (37,9%) αποτελούν τις πλέον πρόσφορες λύσεις. Το 65,4% των οργανώσεων του Ν. Αττικής και το 81,8% των οργανώσεων του Ν. Θεσ/νίκης διαθέτουν PC, ενώ μόνον το 37,1% των επαρχιακών οργανώσεων, με συνολικά αποτελέσματα η συνολική εικόνα να διαμορφώνεται στο 51,9%. Αν και η πλειοψηφία των οργανώσεων, ανεξαρτήτως γεωγραφικής κατανομής τηρεί αρχείο των θεμάτων ενδιαφέροντος (93%), μόνον το 15,7% επιλέγει την ηλεκτρονική μορφή αρχείου (ποσοστό που κυμαίνεται από 6,8% για τις επαρχιακές οργανώσεις στις 23% για τις αθηναϊκές).

Το εν γένει χαμηλό επίπεδο υφιστάμενης οργανωτικής υποδομής που χαρακτηρίζει το σύνολο των οργανώσεων (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που κατά βάση παρατηρούνται σε οργανώσεις με έδρα την Αθήνα και λειτουργούν ως παραρτήματα αντίστοιχων διεθνών) συνδέεται με την στενότητα οικονομικών πόρων που αποτελεί καθοριστικό πρόβλημα για τις περισσότερες απ’αυτές.

Είναι χαρακτηριστικό πως το 31,3% των οργανώσεων στεγάζονται σε χώρο κάτω των 20τ.μ και το 29,3% σε χώρο 21-50 τ.μ. με αποτέλεσμα (μεταξύ των άλλων) να υπάρχει έντονο πρόβλημα χώρου συγκέντρωσης των μελών, ανταλλαγής απόψεων, ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους, πολύ περισσότερο εκδηλώσεων.

δ) Αριθμός μελών

Οι περισσότερες οργανώσεις έχουν προκύψει από την πρωτοβουλία ολιγομελών ομάδων ατόμων, που αναπτύσσοντας ενδιαφέρον για τα περιβαλλοντικά προβλήματα νέα από τους κοινωνικούς χώρους ενεργοποίησης τους (τόποι κατοικίας, εργασίας, εκπαίδευσης, κοινωνικής συναναστροφής και αναψυχής) προχώρησαν στην οργανωτική συγκρότηση.

Ο στόχος της προσέλκυσης νέων μελών που θα ενταχθούν στις δραστηριότητες των οργανώσεων προς το παρόν τουλάχιστον, εμφανίζει πενιχρά αποτελέσματα.

Το 68,8% των οργανώσεων έχει αριθμό μελών μικρότερο των 100 και συγκεκριμένα:

 

ε) Αντικείμενο δραστηριότητας των ΠΟ

Οι θεματικοί άξονες της δραστηριότητας των ΠΟ, όπως προσδιορίζονται από το καταστατικό τους και τις απαντήσεις των εκπροσώπων τους ομαδοποιήθηκαν σύμφωνα με τον εξής διαχωρισμό:

α) φυσικό περιβάλλον. Η ενασχόληση με το φυσικό περιβάλλον και τα προβλήματα προστασίας και διατήρησής τους είναι η κατηγορία δραστηριοτήτων με την συχνότερη εκδήλωση ενδιαφέροντος καθ’όσον 163 από τις 196 ΠΟ που αποτέλεσαν το δείγμα της υπ’οψιν έρευνας δραστηριοποιούνται (ήτοι το 83,2%) σε αυτόν τον τομέα. Εδώ δεν εμφανίζονται σημαντικές διαφοροποιήσεις βάσει της γεωγραφικής κατανομής των ΠΟ με το 73,5% των αθηναϊκών οργανώσεων και το 90,2% των αντίστοιχων επαρχιακών να περιλαμβάνουν τον συγκεκριμένο θεματικό άξονα στο πλαίσιο των ασχολιών τους.

β) Ανθρωπογενές περιβάλλον: Τα περιβαλλοντικά και οικιστικά προβλήματα του αστικού χώρου, παρ’ότι εμφανίζονται ιδιαιτέρως οξυμένα, δεν ιεραρχούνται στην πρώτη γραμμή προτεραιοτήτων των ΠΟ με το 49% από αυτές να ασχολείται με παρόμοια θέματα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν εντοπίζονται ποσοστιαίες αποκλίσεις μεταξύ αθηναϊκών και επαρχιακών ΠΟ στη συγκεκριμένη θεματική ενότητα. Εκτιμάται πως δύο κυρίως παράμετροι ερμηνεύουν αυτήν την κατάσταση:

αφ’ενός η τάση να αντιμετωπίζονται παρομοίου διαμετρήματος θέματα από ευρύτερα σχήματα που συγκροτούνται, είτε υπό μορφή συντονιστικού οργάνου, είτε και υπό θεσμοποιημένη μορφή τύπου ομοσπονδίας. Ενδεικτικός συσχετισμός που φανερώνει αυτήν την τάση είναι ο αριθμός των αθηναϊκών οργανώσεων που αποτελούν μέλη ευρύτερου σχήματος.

αφ’ετέρου η αίσθηση ότι παρόμοια προβλήματα υπερβαίνουν τις δυνατότητες μιας οργάνωσης δεν αποτελούν προνομοιακό πλαίσιο παρέμβασης για τις ΠΟ και η προσπάθεια αντιμετώπισης τους εκχωρείται στα πολιτικά κόμματα και τους κρατικούς φορείς, με τους οποίους αναπότρεπτα συνδέεται η όποια πιθανή λύση λόγω της φύσεως του θέματος. Παράλληλα, είναι κατά τη γνώμη μας εμφανές, πως στη συγκεκριμένη περίπτωση ενεργοποιούνται ανακλαστικά φόβου επανάληψης του ατελέσφορου εγχειρήματος των Οικολόγων - Εναλλακτικών γεγονός που έχει δημιουργήσει στο χώρο των ΠΟ αλλεργία στις παρεμβάσεις στο κεντρικό πολιτικό πεδίο.

γ) Προβλήματα: Η ενασχόληση με συγκεκριμένα προβλήματα και ο σχεδιασμός παρεμβάσεων για την επίλυση τους είναι ένας ακόμα θεματικός άξονας δραστηριοτήτων των ΠΟ με πολυσχεδές περιεχόμενο.

Βασικές κατηγορίες παρόμοιων προβλημάτων μπορεί να θεωρηθούν:

Προβλήματα που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον

Προβλήματα που σχετίζονται με το ανθρωπιστικό περιβάλλον, ενώ πρέπει να γίνεται διάκριση και βάσει του χώρου αναφοράς σε τοπικά, περιφερειακά, εθνικά και διεθνή προβλήματα.

Το 57,7% των ερωτηθέντων δεν δήλωσε ενασχόληση με την επίλυση τέτοιων προβλημάτων, υπό την έννοια όμως της ένταξης στις δύο προηγούμενες κατηγορίες .

δ) Πολιτιστική κληρονομιά: Η διατήρηση και διάσωση ηθών και εθίμων, μνημείων και ιστορικών κτιρίων, πολιτιστικών και λαογραφικών στοιχείων κ.λπ. κοινωνικών πρακτικών που συγκροτούν την έννοια της παράδοσης είναι ένα άλλο σημαντικό θέμα ενασχόλησης των ΠΟ.

Ο συγκεκριμένος άξονας ιεραρχείται υψηλότερα από τις επαρχιακές , το 54% των οποίων δραστηριοποιείται σε παρόμοια ζητήματα, εν αντιθέσει με το μειωμένο ενδιαφέρον των αντίστοιχων αθηναικών (27,7%). Όσον αφορά τα επιλεγόμενα μέσα για την προώθηση των σκοπών και στόχων κάθε ΠΟ η προώθηση διαδικασιών ενημέρωσης - πληροφόρησης είναι ο συνεθέστερος τρόπος καθ’όσον χρησιμοποιείται σε σταθερή βάση από το 57% των ΠΟ. Η ενημέρωση - πληροφόρηση περιλαμβάνει συχνά δημόσιες εκδηλώσεις, όπως και προβολή στα ΜΜΕ (τηλεόραση, ραδιόφωνο, ημερήσιος και περιοδικός τύπος). Ορισμένες φορές έκδοση φυλλαδίων, prospectus κ.λπ. έντυπου υλικού, ενώ από κάποιες οργανώσεις εκδίδονται σε τακτική βάση έντυπα που διανέμονται, κυρίως σε συνδρομητές και αφορούν αφ’ενός πληροφόρηση για τις δραστηριότητες των ΠΟ και αφ’ετέρου ενημέρωση και προβολή απόψεων για ευρύτερα περιβαλλοντικά ζητήματα.

Η έρευνα για συγκεκριμένα θέματα χρησιμοποιείται από το 23% μόλις των ΠΟ και συνήθως συνδέεται με την υλοποίηση χρηματοδοτούμενων κοινοτικών προγραμμάτων που αφορούν είτε τα προβλήματα διατήρησης ορισμένων οικοσυστημάτων, είτε τις συνθήκες διαβίωσης σπάνιων ή απειλούμενων ειδών της πανίδας.

Από 15 ΠΟ (8 αθηναικές και 7 επαρχιακές) οργανώνονται σεμινάρια περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, κυρίως με οπτικό και έντυπο υλικό που διανέμεται στα σχολεία.

Σε ικανοποιητικά επίπεδα κινείται η συνεργασία μεταξύ ΠΟ και αφορά το 85% των οργανώσεων, αν και η συχνότητα ποικίλλει. Άλλοτε δηλαδή πρόκειται για σταθερής μορφής συνεργασία, στηριγμένης στο κοινό πεδίο δράσης, συχνότερα όμως αφορά την συσπείρωση για την από κοινού αντιμετώπιση έκτακτων και επίκαιρων προβλημάτων.

Τέλος, όσον αφορά την εμβέλεια των δραστηριοτήτων κάθε ΠΟ οι 134 αναφέρονται σε τοπικό επίπεδο, ήτοι το 68,7%, οι 38 σε εθνικό επίπεδο, ήτοι το 23,6%, ενώ 15 οργανώσεις (το 7,7%) αναφέρονται σε διεθνές επίπεδο, είτε αποτελούν τα ελληνικά τμήματα μεγάλων διεθνών οργανώσεων, είτε έχοντας διεθνείς συνεργασίες σε τακτική βάση.

Η γεωγραφική κατανομή των ΠΟ διαφοροποιεί την προαναφερόμενη εικόνα, εφ’όσον το 48,7% των αθηναικών οργανώσεων έχει εθνική εμβέλεια, ενώ μόλις το 9,1% των οργανώσεων της Θεσ/νίκης και τό 6,6% των αντίστοιχων επαρχιακών αναφέρεται σε εθνικό επίπεδο.

Αντιστρόφως, η εμβέλεια χαρακτηρίζεται ως τοπική για το 88,7% των επαρχιακών οργανώσεων, το 81,8% των οργανώσεων του Ν. Θεσσαλονίκης και το 39,7% των αθηναικών.

Συμπεράσματα

Τα τελικά συμπεράσματα της επιτόπιας έρευνας συμπυκνώνονται στις εξής διαπιστώσεις:

Ο χώρος των ΠΟ στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έντονες διαφοροποιήσεις, όσον αφορά το κύριο αντικείμενο δράσης τους, το επίπεδο οργάνωσης, λειτουργίας και αποτελεσματικότητας τους διαγραφόμενες τάσεις και προοπτικές για κάθε μια απ’αυτές.

Σε γενικές γραμμές, το χαμηλό επίπεδο οργάνωσης και ανάπτυξης χαρακτηριζει τις περισσότερες ΠΟ με λογικά επακόλουθα την ασυνέχεια δράσης και τις οργανωτικές διαφοροποιήσεις (συγχωνεύσεις, διαλύσεις, αδρανοποιήσεις, μεταβολές σκοπών και στόχων κ.λπ.).

Πρόκειται όμως για χώρο που εμπεριέχει δυναμική προοπτική και κατά τα επόμενα χρόνια, όχι βεβαίως κατά γραμμικό τρόπο και χωρίς παλινωδίες και καθυστερήσεις, αναμένεται να αναπτυχθεί, να αποκρυσταλλωθεί οργανωτικά, να εξειδικευθεί θεματικά και εν τω συνόλω να συμβάλλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση και επίλυση των οξυμένων πάσης φύσεως περιβαλλοντικών προβλημάτων.

Οργανωτική δομή των Π.Ο

Κατά την επιτόπια έρευνα πέραν της νομικής μορφής των Π.Ο προσδιορίστηκε και η διάρθρωση των διοικητικών οργάνων τους και τα βασικά χαρακτηριστικά των στελεχών τους.

Συνήθως η δομή οργάνωσης που επιλέγεται από τις Π.Ο έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

Αυτά τα χαρακτηριστικά προσδιορίζουν το πλαίσιο καταστατικής συγκρότησης και λειτουργίας των Π.Ο, συχνά όμως έχουν μόνο θεωρητικό χαρακτήρα και στην πράξη η λειτουργία της οργάνωσης περιορίζεται στη δράση των ατόμων που αποτέλεσαν τον ιδρυτικό πυρήνα της.

Χαρακτηριστικό είναι ότι τα στελέχη των Π.Ο που είναι ιδρυτικά μέλη και συνάμα μέλη του Δ.Σ αποτελούν το 57,2% του συνόλου των διοικητικών στελεχών σε πανελλαδική κλίμακα. Κατά γεωγραφική περιοχή τα αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώνονται σε 52,7% για τις οργανώσεις της Αττικής, 61,9% για τις οργανώσεις της Θεσσαλονίκης και 60,5% για τις οργανώσεις της λοιπής Ελλάδας.

Τα ποσοστά αυτά αποτυπώνουν τον χαμηλό βαθμό ανανέωσης και εμπλουτισμού του στελεχικού δυναμικού των Π.Ο και ενισχύουν τις διαπιστώσεις που προκύπτουν από την ανάλυση άλλων παραμέτρων (οργανωτική υποδομή, πηγές εσόδων, αριθμός μελών και βαθμός συσπείρωσης τους κλπ).

Κοινωνικά Χαρακτηριστικά των Στελεχών των Π.Ο

Η επιτόπια έρευνα κατέγραψε επίσης τα βασικά δημογραφικά και κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά των στελεχών των Π.Ο, έτσι ώστε να σκιαγραφηθεί η φυσιογνωμία τους.

Η εικόνα που προέκυψε κατά διερευνώμενη παράμετρο συμπυκνώνεται στα εξής χαρακτηριστικά:

Πηγές χρηματοδότησης των Π.Ο.

Σημαντική παράμετρο στη λειτουργία των Π.Ο. αποτελεί βέβαια και το ζήτημα των πηγών χρηματοδότησης τους. Συχνά, η έλλειψη πόρων αποδεικνύεται καθοριστικός παράγοντας για την συνέχιση των δραστηριοτήτων μιας Π.Ο. που μοιραία οδηγείται είτε στην αυτοδιάλυση, είτε στην αδράνεια.

Παραλλήλως, το ζήτημα των πηγών χρηματοδότησης συνδέεται ευθέως με το επίπεδο οργάνωσης των Π.Ο., εφ’όσον οι οργανώσεις με ευρύτερη εμβέλεια εξασφαλίζουν πόρους για τη λειτουργία τους και αναπτύσσουν νέες δραστηριότητες υιοθετώντας σταδιακά μια μορφή επαγγελματισμού. Αντιθέτως οι οργανώσεις με χαλαρή σύνδεση και ασυνεχή λειτουργία αντιμετωπίζουν δυσεπίλυτα προβλήματα χρηματοδότησης, που επιδρούν ανασχετικά στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα την αναπαραγωγή ενός φαύλου κύκλου.

Η διεξαχθείσα έρευνα κατέγραψε την εικόνα των Π.Ο. επί του θέματος, οι απαντήσεις των οποίων κατηγοριοποιήθηκαν κατά πηγή χρηματοδότησης και κατά τα σχετικά μερίδια εκάστης των πηγών, ως εξής:

α) Εισφορές μελών: Αποτελεί την συνηθέστερη πηγή χρηματοδότησης μα τα γνωστά βεβαίως προβλήματα που έχουν αναφερθεί στο εδάφιο των μελών. Οι οργανώσεις των οποίων το υψηλότερο ποσοστό των εσόδων τους προέρχεται απ’ αυτήν την πηγή, διακρίνονται μεταξύ τους αφενός στις μικρές ομάδες ερασιτεχνικής δομής (με αντίστοιχα χαμηλά οικονομικά μεγέθη ως απόλυτο αριθμό) και αφετέρου στις ευρείας εμβέλειας οργανώσεις, των οποίων το σύστημα συνδρομών και εκτάκτων ενισχύσεων λειτουργεί αποδοτικά και απλώνεται σε ευρύ κοινωνικό φάσμα.

Η προσπάθεια των περισσότέρων οργανώσεων για την μείωση της εξάρτησής τους απ’ αυτήν την πηγή αποτυπώνεται διαχρονικά στην εξέλιξη των σχετικών μεριδίων καθεμίας χρηματοδοτικής πηγής. Έτσι, το 1991 οι εισφορές μελών συνεισφέρουν κατά 75-100% στη διαμόρφωση των συνολικών εσόδων τους για το 61% των οργανώσεων ενώ το 1995 για το 53,5%.

β) Χορηγίες: Από αρκετές Π.Ο. γίνεται συστηματική προσπάθεια εύρεσης χορηγών, είτε στο χώρο των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, είτε στο χώρο των διεθνών και ελληνικών ιδρυμάτων. Τα έως τώρα αποτελέσματα δεν είναι θεαματικά , υπάρχει όμως σταθερά αυξητική τάση στον αριθμό των οργανώσεων, που ένα τμήμα των εσόδων τους προέρχεται από χορηγίες.

Συγκεκριμένα το 1991 υπήρχαν 24 οργανώσεις με έσοδα από χορηγίες, ενώ αντιστοίχως το 1995 υπήρχαν 38. Οι απαντήσεις για το 1996 (κατά την διάρκεια του οποίου διεξήχθη η έρευνα) δεν είναι πλήρεις και στη συγκεκριμένη κατηγορία εμφανίζονται 22 οργανώσεις.

Η ανάπτυξη του συστήματος χορηγιών σχετίζεται με τις εκάστοτε φορολογικές ρυθμίσεις που χρηματοδοτούν πολιτιστικές, περιβαλλοντικές και άλλες δραστηριότητες. Η περιστολή ισχύος της σχετικής ευνοϊκής ρύθμισης που περιορίζει τις φοροαπαλλαγές μόνον στις περιπτώσεις που αφορούν κοινωφελείς οργανισμούς επέδρασε ανασχετικά στην ανάπτυξη του συστήματος χορηγιών. Ακριβώς γι’ αυτό γίνεται προσπάθεια των Π.Ο. να επεκταθεί ο χαρακτηρισμός του κοινωφελούς στα μη κερδοσκοπικά σωματεία και εταιρείες, ως κίνητρο για τις επιχειρήσεις που προτίθενται να ενισχύσουν περιβαλλοντικές δραστηριότητες.

γ) Εισπράξεις από εκδηλώσεις: Μια άλλη πιθανή πηγή χρηματοοικονομικών εισροών για τις Π.Ο. είναι η οργάνωση και διεξαγωγή εκδηλώσεων με περιβαλλοντικό περιεχόμενο, οι οποίες συνήθως είναι συναυλίες, εκθέσεις έντυπου και οπτικού υλικού, εκδρομές και ξεναγήσεις σε βιότοπους, πώληση προπαγανδιστικού υλικού κλπ.

Η ανάπτυξη αυτής της πηγής εσόδων προσκρούει στο χαμηλό οργανωτικό επίπεδο των περισσοτέρων Π.Ο. (ανεπάρκεια υποδομών, ασυνεχής ενασχόληση, χαμηλός βαθμός συσπείρωσης μελών, έλλειψη πόρων για χρηματοδότηση της οργάνωσης και προβολής των εκδηλώσεων) με αποτέλεσμα το 1991 μόλις 23 οργανώσεις να πραγματοποιήσουν τέτοιες εκδηλώσεις και 41 αντιστοίχως το 1995.

Όσον αφορά το προερχόμενο απ’ αυτήν την πηγή εσόδων ποσοστό, μόνον μια οργάνωση εισπράττει το 75-100% των συνολικών εσόδων της κατά το 1995 από την διενέργεια εκδηλώσεων, υπάρχουν όμως και 13 οργανώσεις με αντίστοιχα ποσοστά της τάξεως του 50-74%.

δ) Εισφορές από την Κεντρική Διοίκηση: Κατά τα τελευταία έτη έχει αρχίσει η χρηματοδότηση Π.Ο. από δημόσιους φορείς κυρίως από το ΕΤΕΡΠΣ του ΥΠΕΧΩΔΕ, δευτερευόντως δε από προγράμματα των κατά τόπους Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων ή και κονδύλια του Υπ. Γεωργίας. Αυτή η πηγή εσόδων τροφοδοτούσε κατά ένα τμήμα μόλις 7 οργανώσεις το 1992, σταδιακά όμως η συμμετοχή της αυξάνεται και για τα έτη 1994 και 1995 η αντίστοιχη εικόνα εμφανίζει 15 και 21 οργανώσεις να χρηματοδοτούνται εν μέρει από την Κεντρική Διοίκηση (μάλιστα για το 1995 έχουμε 4 οργανώσεις να αντλούν απ’ εκεί το μέγιστο τμήμα των εσόδων τους).

Προοπτικά οι οικονομικές συναλλαγές Κ. Διοίκησης -ΜΚΟΠΟ αναμένεται να εξελιχθούν αυξητικά, προσφάτως δε η προώθηση σχετικού Νομοσχεδίου αποπειράται να θεσμοποιήσει αυτήν την μορφή σχέσεων. Η προοπτική αυτή συνδέεται με την ανάγκη στελέχωσης των Π.Ο. από εξειδικευμένους κατ’ αντικείμενο επιστήμονες (βιολόγους, περιβαλλοντολόγους, ειδικευμένους στη διαχείριση οικοσυστημάτων και βιοτόπων, κλπ.) ούτως ώστε οι Π.Ο. ν’ αναλαμβάνουν και να διεκπεραιώνουν σχετικά προγράμματα.

ε) Εισφορές από Τ.Α.: Παρόμοια εικόνα εμφανίζουν και οι εισφορές από τους ΟΤΑ προς τις Π.Ο., σε σαφώς μικρότερα μεγέθη όμως. Από το 1992 που 6 οργανώσεις έχουν ως μια εκ των πηγών εσόδων τους την Τοπική Αυτοδιοίκηση, το 1995 ο αντίστοιχος αριθμός είναι 17 οργανώσεις, μόνον 4 όμως απ’ αυτές αντλούν άνω του 50% των εσόδων τους από την συγκεκριμένη πηγή.

Η χρηματοδότηση από τους ΟΤΑ έχει δύο συνήθως μορφές, αφ’ ενός την στήριξη παρεμβάσεων των Π.Ο. σχετικά με επίκαιρα περιβαλλοντικά προβλήματα της εκάστοτε περιοχής , αφ’ ετέρου την ανάθεση μελετών για παρόμοια θέματα.

στ) Εισφορές από ΕΕ: Η χρηματοδότηση από την ΕΕ είναι προοπτικά μια πολύ σημαντική πηγή εσόδων για τις Π.Ο.

Η ΧΙ Δ/νση της ΕΕ, που χειρίζεται τα περιβαλλοντικά θέματα, έχει ενεργοποιήσει ένα πλέγμα σχετικών προγραμμάτων και με αιχμή την Κοινοτική Πρωτοβουλία LIFE χρηματοδοτεί περιβαλλοντικές οργανώσεις και φορείς απ’ όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες. Προνομιακή αντιμετώπιση έχουν τα προγράμματα που αφορούν τη διάσωση ειδών της άγριας πανίδας και την διαχείριση βιοτόπων, ενέργειες για τις οποίες η χρηματοδότηση καλύπτει το 75% του συνολικού κόστους.

Στα προγράμματα αυτά ως Επιβλέπουσα ή Συνεργαζόμενη Αρχή συμμετέχουν συνήθως είτε το ΥΠΕΧΩΔΕ, είτε το Υπ. Γεωργίας.

6 οργανώσεις έτυχαν κοινοτικής χρηματοδότησης κατά το 1992. 13 οργανώσεις το 1994 και 14 αντιστοίχως το 1995, ενώ 6 απ’ αυτές αποκομίζουν άνω του 50% των εσόδων τους από την ΕΕ.

Βασική προϋπόθεση αύξησης των προαναφερόμενων μεγεθών αποτελεί η δημιουργία δικτύου πληροφόρησης όλων των Π.Ο., ούτως ώστε να είναι πλήρως και εγκαίρως ενήμερες περί των πιθανών ευκαιριών που παρουσιάζει το κοινοτικό πλαίσιο και συνακόλουθα η ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ Π.Ο. αλλά και άλλων τοπικών φορέων κατά περίπτωση για την κατάθεση και υποστήριξη τεκμηριωμένων προτάσεων.