Οικονομική ανισότητα, φτώχεια και επίπεδο διαβίωσης στα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Ευρωπαϊκή Ένωση

H μελέτη για την ανισότητα και τη φτώχεια ήταν πάντοτε επίκαιρη, τα ζητήματα αυτά είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και θεωρούνται από τις βασικές προϋποθέσεις για την οικονομική σταθερότητα και την ανάπτυξη μιας οικονομίας. Η συζήτηση για τις ανισότητες ωστόσο, έχει αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια στο δημόσιο και επιστημονικό διάλογο, λόγω της οικονομικής κρίσης και των επιπτώσεων από την εφαρμογή προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και αποτελεί πλέον ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα των τελευταίων ετών σε διεθνές επίπεδο. Μάλιστα, αρκετοί θεωρητικοί οικονομολόγοι αναφερόν τις οικονομικές ανισότητες ως μία από τις βασικές αιτίες της παγκόσμιας κρίσης.

Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί (όπως ΟΟΣΑ, ΔΝΤ κλπ.) έχουν δημοσιεύσει μελέτες για τις τάσεις των εισοδηματικών ανισοτήτων παγκοσμίως, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις αναπτυγμένες χώρες. Στις χώρες αυτές, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008, το μερίδιο της εργασίας στο συνολικό εισόδημα έχει μειωθεί και οι οικονομικές  ανισότητες έχουν διευρυνθεί, σύμφωνα με τις περισσότερες μελέτες. Κατά τη διάρκεια της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, η μαζική εξάπλωση της ανεργίας έχει συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση των ανισοτήτων και του ποσοστού του πληθυσμού που υπόκειται σε υλική αποστέρηση και κοινωνικό αποκλεισμό, διαμορφώνοντας νέες κοινωνικές διακρίσεις, κυρίως στις χώρες που εφάρμοσαν σκληρές πολιτικές λιτότητας.  

Ειδικά για την Ελλάδα, η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ καταγράφει αύξηση του ποσοστού φτώχειας στο ένα τρίτο του πληθυσμού από την εμφάνιση της κρίσης και αναφέρει ότι η καταπολέμηση της φτώχειας και της ανισότητας πρέπει να αποτελέσουν επιτακτικές προτεραιότητες πολιτικής. Προσθέτει ότι η τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης και των επενδύσεων με σκοπό τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη βελτίωση της σταθερότητας των δημόσιων οικονομικών και την παροχή ενός αποτελεσματικού κοινωνικού δικτύου ασφαλείας είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να συμβάλει στην ανάκαμψη της Ελλάδας από τον μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης,[1]

Αξίζει να σημειωθεί επιπλέον, ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν μπορούσε παρά να πυροδοτήσει κάθε είδους σκεπτικισμό και να δημιουργήσει τριγμούς στις επικρατούσες οικονομικές θεωρίες για τον τρόπο λειτουργίας του υπάρχοντος συστήματος κατά τα τελευταία χρόνια ή δεκαετίες, δηλαδή για αυτό που αποκαλείται, ανάλογα με την προσέγγιση, μοντέλο ανάπτυξης, σύστημα διακυβέρνησης, τρόπος διαχείρισης, καθεστώς ή κοινωνική δομή συσσώρευσης κλπ. Όπως αναφέρεται σε διάφορες δημοσιεύσεις, πιθανώς για πρώτη φορά στην ιστορία, η αγορά έχει πλημμυρίσει με τόσες πολλές μελέτες και εναλλακτικά θεωρητικά σχήματα σχετικά με την ανισότητα και τη σχέση της με την οικονομική κρίση, την οικονομική ανάπτυξη και την παγκοσμιοποίηση, καθώς και για το ρόλο των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και την επιλογή πολιτικών και ‘εργαλείων’ για την καταπολέμηση της ανισότητας.

Η παρούσα εργασία έχει διπλό σκοπό. Κύριος στόχος είναι η εξέταση των βασικών τάσεων και μεταβολών στην ανισότητα, τη διανομή εισοδήματος και το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού σε Ευρωπαϊκό επίπεδο με αναλυτική αναφορά στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, κατά τα τελευταία χρόνια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Επιπλέον, η εργασία στοχεύει στην εξέταση των βασικών κοινωνικοοικονομικών και άλλων παραγόντων που συνδέονται με αυτές τις αλλαγές, διερευνώντας τις κυριότερες θεωρητικές προσεγγίσεις σχετικά με τις οικονομικές ανισότητες, προκειμένου να αναδείξει κατάλληλες και αποτελεσματικές πολιτικές και μέτρα για τη μείωση των ανισοτήτων και τη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού.

Η ανάλυση των κύριων τάσεων και των μεταβολών στην ανισότητα, τη διανομή εισοδήματος και το επίπεδο διαβίωσης στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία βασίζεται στα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat) και αφορούν στη δειγματοληπτική Ευρωπαϊκή Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC). Επιπλέον, η ανάλυση λαμβάνει υπόψη το συνολικό πλαίσιο και τους κυριότερους δείκτες για την ποιότητα ζωής που πρόσφατα επιλέχθηκαν και αναπτύχθηκαν από την Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για την Ποιότητα Ζωής στις χώρες της ΕΕ (η Επιτροπή Stiglitz-Sen-Fitoussi), όπως αυτοί παρουσιάζονται στην «Τελική έκθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων για τους δείκτες ποιότητας ζωής".[2] Η έκθεση αυτή παρουσιάζει αναλυτικά οκτώ βασικές διαστάσεις (πτυχές) που αφορούν στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση του πληθυσμού μιας χώρας και επιπλέον, περιέχει και μια τελευταία, ένατη διάσταση, η οποία αναφέρεται στην προσωπική άποψη όσον αφορά στην επίτευξη της ικανοποίησης από την ζωή και της ευημερίας. Για κάθε διάσταση ποιότητας ζωής παρουσιάζεται και αναλύεται ένα σύνολο επιλεγμένων στατιστικών δεικτών.

Στην παρούσα εργασία διερευνώνται οι πρώτες δύο από τις βασικές διαστάσεις που σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση και τις οικονομικές ανισότητες. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της πρώτης διάστασης των δεικτών ποιότητας ζωής, που αφορούν στις ‘υλικές συνθήκες διαβίωσης’, εξετάζονται και αναλύονται τέσσερα βασικά ζητήματα: εισοδηματική ανισότητα και οι διαχρονικές τάσεις και μεταβολές (από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα), κατανομή του εισοδήματος και οι διαχρονικές  τάσεις και μεταβολές, κίνδυνος φτώχειας και οι διαχρονικές τάσεις και αλλαγές, καθώς και συνθήκες διαβίωσης και υλική αποστέρηση και διαχρονικές τάσεις και μεταβολές.

Στο πλαίσιο της δεύτερης διάστασης των δεικτών ποιότητας της ζωής, ανάμεσα στους βασικούς δείκτες που παρουσιάζονται στην σχετική έκθεση και εξετάζονται στη παρούσα εργασία, περιλαμβάνονται και αυτοί που αφορούν στις ‘παραγωγικές και άλλες βασικές δραστηριότητες’, αναγνωρίζοντας ότι η βασική πηγή εισοδήματος για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι η εργασία. Οι δείκτες αυτοί αναφέρονται κυρίως στις τάσεις και μεταβολές στην οικονομική δραστηριότητα, δηλαδή, στην απασχόληση και την ανεργία, όπως και στην ποιότητα της απασχόλησης όπου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη χαμηλά αμειβόμενη εργασία, στις διάφορες ευέλικτες μορφές απασχόλησης και το ρόλο τους στη διαμόρφωση των εισοδημάτων και του επιπέδου διαβίωσης. Ειδικά για τη διερεύνηση όσον αφορά στην ποιότητα της απασχόλησης και τις διάφορες μορφές μη τυπικής απασχόλησης, χρησιμοποιούνται δεδομένα εκτός από την Eurostat, και από την έρευνα του Eurofound (2015, 2017), στην οποία χαρτογραφούνται οι νέες τάσεις στην αγορά εργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι νέες μορφές απασχόλησης στα κράτη μέλη, καθώς και οι επιπτώσεις που έχουν στις συνθήκες εργασίας και στην αγορά εργασίας γενικότερα.

Επιπλέον, αν και είναι ευρέως αποδεκτό γενικά ότι οι ανισότητες έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια στις ανεπτυγμένες χώρες, από μια βιβλιογραφική επισκόπηση διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει συναίνεση ανάμεσα στις διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις μέχρι σήμερα όσον αφορά στους βασικούς παράγοντες που σχετίζονται με τις ανισότητες, καθώς και τη σχέση και αλληλεπίδραση ανάμεσα στην οικονομική ανισότητα, την οικονομική ανάπτυξη και την οικονομική κρίση.

Προς αυτή την κατεύθυνση, η εργασία αναφέρεται στις βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις σχετικά με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και άλλους παράγοντες που σχετίζονται με το επίπεδο της οικονομικής ανισότητας, καθώς και στην πολυσυζητημένη σχέση μεταξύ ανισότητας, ανάπτυξης  και οικονομικής κρίσης, με σκοπό την κριτική παρουσίαση και την αποτίμηση των κυρίαρχων απόψεων, αξιοποιώντας την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Βασικός στόχος είναι η αναγνώριση και ανάδειξη των βασικών παραγόντων που σχετίζονται με την οικονομική ανισότητα και η διαμόρφωση προτάσεων για την αποτελεσματική χάραξη σχετικών πολιτικών για τη μείωση των ανισοτήτων και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης όλων των κοινωνικών ομάδων.

Η εργασία αποτελείται από δύο βασικές ενότητες, όπου η πρώτη ενότητα αναφέρεται στις θεωρητικές προσεγγίσεις και η δεύτερη, στην εμπειρική ανάλυση. Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζονται αναλυτικότερα οι τρεις βασικές κλασικές οικονομικές σχολές που συζητούν πιο έντονα το θέμα των ανισοτήτων και τη σχέση μεταξύ εισοδηματικής ανισότητας, οικονομικής μεγέθυνσης και κρίσεων, καθώς οι σχολές                αυτές έχουν επηρεάσει σημαντικά και τις σύγχρονες οικονομικές θεωρίες. Επίσης, γίνεται αναφορά και στις κυρίαρχες οικονομικές σχολές της σημερινής εποχής, η νεοκλασική και ο νέος κεϋνσιανισμός, όπου οι τελευταίες συχνά αναφέρονται ως επικρατούσες οικονομικές σκέψεις/ θεωρίες (mainstream economics). Επιπλέον, στην πρώτη ενότητα αναλύονται οι οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες του κράτους στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς και ο ρόλος του στην αναδιανομή του εισοδήματος, όπως τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίζονται από τις διαφορετικές οικονομικές προσεγγίσεις. Η ενότητα αυτή κλείνει με αναφορά στη σχέση μεταξύ ιδεολογίας, οικονομικών θεωριών και συμφερόντων, όπως αυτή αναδεικνύεται από πολλούς μελετητές.      

Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει εμπειρική ανάλυση για την κατανομή του εισοδήματος, για τις ανισότητες, τη φτώχεια και το επίπεδο διαβίωσης στις χώρες της ΕΕ με αναλυτική αναφορά στην Ελλάδα και Βουλγαρία, καθώς και την εξέλιξη των βασικών δεικτών ποιότητας ζωής κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η εμπειρική ανάλυση βασίζεται στην επεξεργασία στοιχείων από τις πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις και τα στατιστικά δεδομένα της Eurostat, όπως αναφέρθηκε αρχικά.


[1] OECD, 2018.

[2] Eurostat, 2017.

  • ΣΥΓΓΡΑΦΕIΣ: Κετσετζοπούλου Μαρία
  • ΕΤΟΣ: 2019
  • ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: Ερευνητικές Εκθέσεις
  • ΓΛΩΣΣΑ: Ελληνικά
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΛΙΣΤΑ